θάλεια
1Θαλεία — Θαλείᾱ , Θάλεια rich fem nom/voc/acc dual …
2θαλεία — θαλείᾱ , θάλεια rich fem nom/voc/acc dual …
3Θαλείᾳ — Θαλείᾱͅ , Θάλεια rich fem dat sg (attic doric aeolic) …
4θαλείᾳ — θαλείᾱͅ , θάλεια rich fem dat sg (attic doric aeolic) …
5Θάλεια — rich fem nom/voc sg …
6θάλεια — rich fem nom/voc sg …
7θάλεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Χάριτες. Ήταν κόρη της Ευρυνόμης ή Ευρυδόμης και του Δία, αδελφή της Ευφροσύνης και της Αγλαΐας. 2. Μία από τις εννέα Μούσες. Θεωρείτο κόρη της Μνημοσύνης και του Δία, προστάτιδα της ευθυμίας. 3. Κόρη… …
8Θάλεια — η κύριο όνομα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9Φλωρά-Καραβία, Θάλεια — (Σιάτιστα 1871 – Αθήνα 1960). Ζωγράφος. Το 1874 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στο Μακροχώρι της Κωνσταντινούπολης, όπου και φοίτησε στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Το 1895 πήγε στο Μόναχο και συνέχισε τις σπουδές της. Γύρισε έπειτα στην… …
10Θαλείας — Θαλείᾱς , Θάλεια rich fem acc pl Θαλείᾱς , Θάλεια rich fem gen sg (attic doric aeolic) …