η ὄλβος
1ὄλβος — happiness masc nom sg …
2όλβος — ο (ΑΜ ὄλβος) 1. υλική ευδαιμονία, ευμάρεια, ευπορία, αφθονία υλικών αγαθών, πλούτος («ὑγίεια καὶ εὐεξία βέλτιον παντὸς χρυσίον, καὶ σῶμα εὔρωστον ἤ ὄλβος ἀμέτρητος», ΠΔ) 2. συνεκδ. ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, ευημερία αρχ. φρόνηση («ὄλβος… …
3ὄλβω — ὄλβος happiness masc nom/voc/acc dual ὄλβος happiness masc gen sg (doric aeolic) …
4ὄλβε — ὄλβος happiness masc voc sg …
5ὄλβοιο — ὄλβος happiness masc gen sg (epic) …
6ὄλβοις — ὄλβος happiness masc dat pl …
7ὄλβοισι — ὄλβος happiness masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8ὄλβον — ὄλβος happiness masc acc sg …
9ὄλβου — ὄλβος happiness masc gen sg …
10ὄλβους — ὄλβος happiness masc acc pl …