η ώθηση

  • 91αντέξωσις — ἀντέξωσις, η (Α) ώθηση προς την αντίθετη κατεύθυνση …

    Dictionary of Greek

  • 92αντέρεισις — ἀντέρεισις, η (Α) 1. πίεση ή ώθηση προς την αντίθετη κατεύθυνση 2. πίεση προς τα εμπρός 3. αμοιβαία στήριξη …

    Dictionary of Greek

  • 93αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… …

    Dictionary of Greek

  • 94αντικοπή — ἀντικοπή, η (Α) 1. ώθηση προς τα πίσω, αντίσταση 2. σύγκρουση …

    Dictionary of Greek

  • 95αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… …

    Dictionary of Greek

  • 96αποτίναξη — η 1. ρίξιμο πράγματος μακριά με απότομη ώθηση, εκσφεδόνιση, εξακόντιση 2. αποβολή, απαλλαγή από δυσάρεστη κατάσταση («η αποτίναξη του ζυγού ήταν δύσκολο έργο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αποτινάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στα Έγγραφα Σαντορίνης) …

    Dictionary of Greek

  • 97απώθηση — η (AM ἀπώθησις) 1. ώθηση προς τα πίσω 2. απομάκρυνση, απόκρουση 3. η διεργασία της εκτόπισης στο υποσυνείδητο ιδεών, αισθημάτων ή παρορμήσεων, απαράδεκτων από τη συνείδηση …

    Dictionary of Greek

  • 98αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …

    Dictionary of Greek

  • 99αστεροσκοπείο — Ίδρυμα στο οποίο εκτελούνται παρατηρήσεις, μελέτες και έρευνες για τις κινήσεις και τη φύση των ουράνιων σωμάτων. Σε πολλά α. εκτελούνται ταυτόχρονα και άλλες εργασίες που σχετίζονται κυρίως με τη μετεωρολογία και τη σεισμολογία. Τα αρχαιότατα α …

    Dictionary of Greek

  • 100αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… …

    Dictionary of Greek