η χλωρασιά
1χλωρασιά — και χλωρουσιά, η, Ν 1. χλωρή τροφή ζώων 2. (γενικά) χλόη, πρασινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρός, κατά τα ουσ. σε α σιά (πρβλ. χορτ α σιά)] …
2χλωρασιά — η η χλωρή τροφή των ζώων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3χλωρουσιά — η, Ν βλ. χλωρασιά …
4χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… …