η φιλανθρωπία

  • 61κυνικοί — Φιλόσοφοι της αρχαιότητας που περιφρονούσαν την κοινωνική συμβατικότητα. Ιδρυτής του φιλοσοφικού ρεύματος θεωρείται είτε ο μαθητής του Σωκράτη, Αντισθένης, είτε ο Διογένης ο Σινωπέας. Η φιλοσοφία τους ξεκίνησε κατά τον 4ο αι. π.Χ. και κατόρθωσε… …

    Dictionary of Greek

  • 62Μαντσόνι, Αλεσάντρο — (Alessandro Manzoni, Μιλάνο 1785 – 1873). Ιταλός συγγραφέας. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών (η μητέρα του, Τζούλια, ήταν κόρη του Τσεζάρε Μπεκαρία) και πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε θρησκευτικά κολέγια της Μεράτε και του Λουγκάνο, γιατί η… …

    Dictionary of Greek

  • 63Όλγα — I (895 – 968). Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν σύζυγος του μεγάλου ηγεμόνα του Κιέβου Ιγκόρ. Απλή αγρότισσα, γοήτευσε τον Ιγκόρ, που τη συνάντησε σε ένα κυνήγι του και την παντρεύτηκε. Μετά τη δολοφονία του συζύγου της (945) ανέλαβε την… …

    Dictionary of Greek

  • 64Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… …

    Dictionary of Greek

  • 65Τρουπάκης — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Μάνης, η οποία είναι κλάδος των Παλαιολόγων του Μιστρά, γενάρχης της οποίας ήταν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος. Αυτός, εξαιτίας της καταγωγής του και των προσωπικών του ικανοτήτων, έγινε πρωτόγερος στην Ανδρούβιστα, με… …

    Dictionary of Greek

  • 66Χέιζ, Ράδερφορντ - Μπίρτσαρντ — (Hays, 1822 – 1893). Αμερικανός πολιτικός και 19ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Αρχικά, αφού αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, εξάσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου, πολέμησε με τους Βόρειους και έφτασε έως τον… …

    Dictionary of Greek

  • 67ՄԱՐԴԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0222 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c, 13c գ. φιλανθρωπία, ἁνθρωποφίλια, τὸ φιλάνθρωπον amor hominum, humanitas, benignitas. Սէր առ մարդիկ. մարդասէրն գոլ. գութ. գթութիւն. ներողութիւն. ... *Քաղցրութիւն եւ… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 68έλεος — το ελέους, πληθ. ελέη,1. οίκτος, ευσπλαχνία, συμπόνια, πονοψυχιά. 2. φιλανθρωπία, ελεημοσύνη, βοήθημα: Αδερφές του ελέους. 3. απόλυτη διάθεση, αυθαίρετη θέληση: Οι άμαχοι βρέθηκαν στο έλεος των κατακτητών. 4. ούτε ελάχιστο, ούτε όσο αρκεί για… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 69έμπρακτος — η, ο επίρρ. α που εκδηλώνεται στην πράξη, που βεβαιώνεται από τα πράγματα: Έμπρακτη φιλανθρωπία …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 70καλοσύνη — η 1. η ιδιότητα του καλού, αγαθότητα: Με την καλοσύνη του έγινε αγαπητός σ όλους. 2. αγαθοεργία, φιλανθρωπία: Κάνει καλοσύνες για να πάει στον παράδεισο. 3. αρετή, προνόμιο, χάρισμα: Αυτή η πολυκατοικία έχει περισσότερες καλοσύνες από την άλλη …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)