η φαρίνα
1φαρίνα — η, Ν λεπτό και εξαιρετικής ποιότητας σιτάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. farina < λατ. farina «αλεύρι» < λατ. far, farris «είδος σιτηρού»] …
2Φαρίνα, Σαλβατόρε — (Farina, Σόρσο, Σάσαρι 1846 – Μιλάνο 1918). Ιταλός συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο, όπου σπούδασε νομική, αλλά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και ήρθε σε επαφή με την «Oμάδα των ξένοιαστων». Τα γραπτά του όμως δεν έχουν τίποτα το κοινό με τα …
3φαρίνα — η (λ. ιταλ.), λεπτότατο και εκλεκτής ποιότητας σιτάλευρο, άχνη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κολόνια — Αρωματικό προϊόν, που αποτελείται από διάλυμα οινοπνεύματος και αιθέριων ελαίων (λεμονιού, λεβάντας, γιασεμιού κ.ά.). Η ελληνική ονομασία της προέρχεται από το γαλλικό eau de cologne, που σημαίνει στην κυριολεξία του νερό της Κολονίας. Η… …