η φανέλα
21φανελένιος, -ια, -ιο — ο κατασκευασμένος από φανέλα (βλ. λ.): Φανελένιο κοστούμι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Страницы
21φανελένιος, -ια, -ιο — ο κατασκευασμένος από φανέλα (βλ. λ.): Φανελένιο κοστούμι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)