η φανέλα

  • 11φανελοποιός — ο, Ν κατασκευαστής φανελών 2. ιδιοκτήτης φανελοποιείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανέλα + ποιός*] …

    Dictionary of Greek

  • 12φλανέλλα — η, Ν βλ. φανέλα …

    Dictionary of Greek

  • 13Βούλγαρης, Παντελής — (Αθήνα 1940 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου και εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτης στη Φίνος Φιλμ σε περισσότερες από 30 ταινίες. Εξαιρετικές υπήρξαν οι δύο πρώτες, μικρού μήκους ταινίες του, Κλέφτης… …

    Dictionary of Greek

  • 14Δομάζος, Μίμης — (Αθήνα 1941 –). Ποδοσφαιριστής. Ο αποκαλούμενος στρατηγός του ελληνικού ποδοσφαίρου συνέδεσε στην πολύχρονη καριέρα του το όνομά του με ορισμένες από τις σημαντικότερες επιτυχίες του αθλητισμού της χώρας. Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στην Άμυνα… …

    Dictionary of Greek

  • 15Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …

    Dictionary of Greek

  • 16Μπαζάκα, Θέμις — (Θεσσαλονίκη 1953 –). Ηθοποιός. Από τις πλέον εκφραστικές παρουσίες στο Θέατρο, την μικρή και την μεγάλη οθόνη έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία. Σπούδασε ενδυματολογία και μόδα στο Λονδίνο και το 1979 μπήκε στην Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου… …

    Dictionary of Greek

  • 17μπάσκετ-μπολ ή καλαθοσφαίριση — Ομαδική αθλοπαιδιά που διεξάγεται μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά όρια, κατά τα οποία οι δύο αντιμέτωπες ομάδες, ενώ κάθε μια προστατεύει ένα ειδικό καλάθι, προσπαθούν να στείλουν με τα χέρια μια μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας. Κάθε φορά… …

    Dictionary of Greek

  • 18Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 19άλλαγμα — το, ατος 1. αλλαγή, ανταλλαγή: Πάνω στο άλλαγμα που τάχα έκαναν άρπαξαν τα πράγματα που λείπουν. 2. αντικατάσταση των λερωμένων εσώρουχων με καθαρά: Η φανέλα σου θέλει άλλαγμα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 20εικοσάρα — η 1. που έχει μέγεθος είκοσι μονάδων: Αυτή η φανέλα είναι μικρή, εικοσάρα, δεν του κάνει. 2. φυλάκιση είκοσι ημερών: Έφαγε μια εικοσάρα από το διοικητή του …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)