η τρύπα
1τρύπα — τρύπᾱ , τρύπη hole fem nom/voc/acc dual τρύπᾱ , τρύπη hole fem nom/voc sg (doric aeolic) τρύ̱πᾱ , τρυπάω bore pres imperat act 2nd sg τρύ̱πᾱ , τρυπάω bore imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
2τρύπα — η, ΝΜΑ, και τρούπα Ν, και μτγν. τ. τρύπη Α 1. κάθε άνοιγμα σε μια επιφάνεια, οπή 2. σχισμή, οπή βράχου ή εδάφους, υπόγεια φωλιά ζώου, τρώγλη νεοελλ. 1. περιφραγμένος χώρος όπου οι βοσκοί φυλάγουν τα νεαρά αρνιά και κατσίκια 2. μτφ. κατάστημα ή… …
3τρύπα — η 1. μικρό άνοιγμα, οπή. 2. μτφ., φωλιά ζώου, τρώγλη: Η τρύπα της αλεπούς. 3. μτφ., ο πρωκτός. 4. μικρό δωμάτιο ή μικρό κατάστημα: Νοίκιασε μια τρύπα και πουλάει σπόρια. 5. περιφραγμένος χώρος, όπου οι κτηνοτρόφοι φυλάγουν τα μικρά αρνιά και… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τρυπᾷ — τρῡπᾷ , τρυπάω bore pres subj mp 2nd sg τρῡπᾷ , τρυπάω bore pres ind mp 2nd sg (epic) τρῡπᾷ , τρυπάω bore pres subj act 3rd sg τρῡπᾷ , τρυπάω bore pres ind act 3rd sg (epic) …
5όζοντος, τρύπα — Βλ. λ. στρατόσφαιρα …
6τρύπας — τρύπᾱς , τρύπη hole fem acc pl τρύπᾱς , τρύπη hole fem gen sg (doric aeolic) τρύ̱πᾱς , τρυπάω bore imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
7μεσοκοιλιακή επικοινωνία — Τρύπα στο διάφραγμα ανάμεσα στις δύο κοιλίες της καρδιάς. Αποτελεί την πιο συνηθισμένη συγγενή ανωμαλία της καρδιάς …
8μεσοκολπική επικοινωνία — Τρύπα στα τοιχώματα ανάμεσα στους δύο κόλπους της καρδιάς …
9τρύπαν — τρύπᾱν , τρύπη hole fem acc sg (doric aeolic) τρύ̱πᾱν , τρυπάω bore imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) τρύ̱πᾱν , τρυπάω bore imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
10γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… …