η σύμβαση

  • 71Λομέ, συμβάσεις του- — Σειρά συμφωνιών που υπογράφηκαν μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) –και μετέπειτα Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)– και των ονομαζόμενων χωρών ΑΚΕ (Αφρικής, Καραϊβικής, Ειρηνικού). Πριν από τις σ. του Λ. είχαν προηγηθεί οι δύο συμβάσεις… …

    Dictionary of Greek

  • 72Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Λάππα — Στο Κέντρο Πληροφόρησης της λιμνοθάλασσας Κοτυχίου και του δάσους της Στροφυλιάς, που λειτουργεί από το 1998 στο χωριό Λάππας, σε απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων από τον πυρήνα του υγρότοπου, μπορείτε, στο πλαίσιο της γενικότερης πληροφόρησής… …

    Dictionary of Greek

  • 73Πέτερς, Καρλ — (Peters, 1856 – 1918). Γερμανός εξερευνητής. Το 1884 ίδρυσε τη Γερμανική Εταιρεία Αποικιών. Ταξίδεψε στην Ανατολική Αφρική και υπέγραψε συμβόλαια της Εταιρείας με ιθαγενείς αρχηγούς για την εκχώρηση εδαφών. Το 1888 ξεκίνησε, ως αρχηγός της… …

    Dictionary of Greek

  • 74Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …

    Dictionary of Greek

  • 75συνδικάτα — Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση… …

    Dictionary of Greek

  • 76Χαλέπα — Συνοικία στα Χανιά, άλλοτε προάστιο της πόλης. Είναι χτισμένη στα υψώματα που δεσπόζουν στον ισθμό που ενώνει την πεδιάδα των Χανίων με το Ακρωτήρι. Στη X. υπογράφτηκε τον Οκτώβριο του 1878 σύμβαση μεταξύ της τουρκικής κυβέρνησης και της… …

    Dictionary of Greek

  • 77συμβάλλομαι — συμβάλλομαι, συμβλήθηκα, συμβεβλημένος βλ. πίν. 147 Σημειώσεις: συμβάλλομαι : στην παθητική φωνή η έννοια διαφοροποιείται. Το ρ. σημαίνει → κάνω σύμβαση, συμβόλαιο με κάποιον (π.χ. τα συμβαλλόμενα μέρη, αυτοί μεταξύ των οποίων γίνεται η σύμβαση) …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 78ξενοικιάζω — ξενοίκιασα, ξενοικιάστηκα, ξενοικιασμένος, για τον εκμισθωτή και το μισθωτή, λύνω τη σύμβαση μίσθωσης ακινήτου, απαλλάσσω το μίσθιο (ακίνητο) από τη σύμβαση μίσθωσης, αδειάζω: Ξενοίκιασα το διαμέρισμα για το καλοκαίρι (το εγκατέλειψα) …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 79άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… …

    Dictionary of Greek

  • 80άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… …

    Dictionary of Greek