η σύμβαση

  • 101δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 102δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …

    Dictionary of Greek

  • 103εμπορικός — ή, ό (AM ἐμπορικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έμπορο ή στο εμπόριο («εμπορικός οίκος, σύλλογος, σύμβαση, σχολή, λιμάνι κ.λπ.») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εμπορικό κατάστημα πωλήσεως υφασμάτων, ψιλικών ή ειδών νεωτερισμού κ.λπ.,… …

    Dictionary of Greek

  • 104ενέχυρο — Παρεπόμενο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας απαίτησης (που μπορεί να είναι και μελλοντική ή υπό αίρεση) καθώς και των τόκων, της ποινικής ρήτρας, των δαπανών κλπ., που προκύπτουν από την απαίτηση αυτή. Ε. μπορεί να… …

    Dictionary of Greek

  • 105εξώνηση — η (Μ ἐξώνησις) [εξωνούμαι] αγορά, συμφωνία κατά την οποία ο πωλητής μπορεί να αναλάβει ό,τι πουλάει με συμφωνημένο τίμημα σε ορισμένη προθεσμία νεοελλ. 1. πρόσθετος όρος σε σύμβαση πώλησης, σύμφωνα με τον οποίο ο πωλητής δικαιούται με μονομερή… …

    Dictionary of Greek

  • 106επερώτηση — η (AM ἐπερώτησις) [επερωτώ] ερώτηση επί συγκεκριμένου θέματος νεοελλ. γραπτή ερώτηση μέλους ή ομάδας μελών τού κοινοβουλίου, που στρέφεται εναντίον υπουργού, συναρμόδιων υπουργών ή τής κυβερνήσεως συνολικά μσν. σύμβαση η οποία δημιουργούσε… …

    Dictionary of Greek

  • 107επιδιαιτητής — ο [διαιτητής] διαιτητής ο οποίος ορίζεται από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές ή σύμφωνα με σύμβαση διαιτησίας σε περίπτωση διαφωνίας ή ισοψηφίας διαιτητών ή εμπειρογνωμόνων …

    Dictionary of Greek

  • 108επινομία — η (Α ἐπινομία) το δικαίωμα που αποκτούν ἐπειτα από σύμβαση οι κάτοικοι δύο γειτονικών χωρών να βόσκουν τα ζώα τους και στις δύο χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νομία < νόμος] …

    Dictionary of Greek

  • 109επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …

    Dictionary of Greek

  • 110ετεροβαρής — ές (Μ ἑτεροβαρής, ές) αυτός τού οποίου το βάρος πιέζει το ένα μέρος, τη μία πλευρά νεοελλ. εκείνος που βαρύνει περισσότερο ή αποκλειστικά τη μία πλευρά, που επιβάλλει άνισες υποχρεώσεις («ετεροβαρής σύμβαση»). επίρρ... ετεροβαρώς κατά ετεροβαρή,… …

    Dictionary of Greek