η συγκέντρωση

  • 91Λαμπράκης, Γρηγόρης — (Κερασίτσα Αρκαδίας 1912 – Θεσσαλονίκη 1963). Πολιτικός. Τελείωσε το γυμνάσιο της Τρίπολης και σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παράλληλα ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και διακρίθηκε σε αγώνες δρόμου και στα άλματα. Αναδείχθηκε δέκα φορές… …

    Dictionary of Greek

  • 92Λασιθίου, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.818 τ. χλμ., 76.319 κάτ.) της περιφέρειας Κρήτης, που περιλαμβάνει το ανατολικό άκρο της νήσου. Βρέχεται στα Β από το Κρητικό πέλαγος, στα Α από το Καρπάθιο, στα Ν από το Λιβυκό και στα Δ συνορεύει με τον νομό Ηρακλείου.… …

    Dictionary of Greek

  • 93Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …

    Dictionary of Greek

  • 94Μαρξ, Καρλ — (Heinrich Karl Marx, Τριρ 1818 – Λονδίνο 1883). Γερμανός φιλόσοφος και οικονομολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε συνιδρυτής, με τον Φρίντριχ Ένγκελς, του επιστημονικού σοσιαλισμού και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Σπούδασε νομική, ιστορία …

    Dictionary of Greek

  • 95μικύλλιο — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη βοτανική για να χαρακτηριστούν οι συσσωρεύσεις μικροσκοπικών κυττάρων, αργότερα όμως επεκτάθηκε στα συμπλέγματα μορίων ή ιόντων διαλύτη σ’ ένα διάλυμα. Μερικοί τύποι ουσιών, οι οποίες μέσα σ’ ένα πολύ αραιό… …

    Dictionary of Greek

  • 96Μπερτολέ, Κλοντ Λουί — (Claude Luis Berthollet, Ταλουάρ, Σαβοΐα 1748 – Αρκέν 1822). Γάλλος χημικός. Πήρε το δίπλωμα της ιατρικής στο Τορίνο το 1770 και σπούδασε χημεία στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε το 1772. Το 1780 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Επιστημών. Μαζί με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 97Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… …

    Dictionary of Greek

  • 98Όστβαλντ, Βίλχελμ — (Wilhelm Ostwald, Ρίγα 1853 – Γκρόσμποτεν 1932). Γερμανός φυσικοχημικός. Υπήρξε καθηγητής στο πολυτεχνείο της Ρίγας και διευθυντής του Ινστιτούτου Φυσικοχημείας του πανεπιστήμιου της Λειψίας. Το 1909 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ χημείας για τις… …

    Dictionary of Greek

  • 99Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… …

    Dictionary of Greek

  • 100Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …

    Dictionary of Greek