η συγκέντρωση

  • 131αγορητής — ἀγορητής, ο (Α) αυτός που αγορεύει σε δημόσια συγκέντρωση, ομιλητής, ρήτορας …

    Dictionary of Greek

  • 132αγόρευση — Η λέξη προέρχεταιαπό το ρήμα αγορεύω· εκφωνώ λόγο σε δημόσια συνάθροιση, κυρίως δικαστήριο ή βουλή. Η α. αποτελούσε ουσιωδέστατο στοιχείο για τη λειτουργία των αρχαίων ελληνικών δημοκρατικών πολιτευμάτων (δημηγορία). Κάθε ελεύθερος πολίτης… …

    Dictionary of Greek