η στάση

  • 111Ζαχαρία — (Zacharia). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Γένοβας. Ορισμένα μέλη της εγκαταστάθηκαν, τον 13o αι., σε περιοχές της Μικράς Ασίας, σε νησιά του Αιγαίου και στην Πελοπόννησο και συνδέθηκαν με γάμους με τον αυτοκρατορικό οίκο των Παλαιολόγων.… …

    Dictionary of Greek

  • 112Θάτσερ, Μάργκαρετ — (Margaret Hilda Roberts Thatcher, Γκράνθαμ, Λινκολσάιαρ 1925 –). Αγγλίδα πολιτικός και πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας (1979 90). Σπούδασε χημεία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και νομική. Εντάχθηκε στο Συντηρητικό Κόμμα και το 1959 εξελέγη… …

    Dictionary of Greek

  • 113Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …

    Dictionary of Greek

  • 114Κάμινγκς, Έντουαρντ Έστλιν — (Edward Estlin Cummings, Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1894 – Νιου Κόνγουεϊ, Νιου Χαμσάιρ 1962). Αμερικανός ποιητής, συγγραφέας και ζωγράφος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε ως εθελοντής… …

    Dictionary of Greek

  • 115Καρλάιλ, Τόμας — (Thomas Carlyle, Εκλφέκαν, Ντάμφρισερ 1795 – Λονδίνο 1881). Άγγλος συγγραφέας και ιστορικός. Η οικογένειά του, αυστηρών καλβινιστικών αρχών, τον προόριζε για τον ιερατικό κλάδο, αλλά ο ίδιος εγκατέλειψε τις θεολογικές σπουδές του. Η γνωριμία του… …

    Dictionary of Greek

  • 116Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …

    Dictionary of Greek

  • 117Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία …

    Dictionary of Greek

  • 118Κονεμένος — Επώνυμο οικογένειας από την Πρέβεζα, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στις επιστήμες και στα γράμματα και κατέλαβαν πολιτικά αξιώματα. Σύμφωνα με οικογενειακή παράδοση, η οποία αναφέρεται και από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, η οικογένεια Κ. προερχόταν από… …

    Dictionary of Greek

  • 119Κορφιωτάκης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών που καταγόταν από την Κέρκυρα. Αρχικά το επώνυμο της οικογένειας ήταν Καίσαρ ή Καίσαρης, αλλά μετονομάστηκαν σε Κ. από τη λατινική ονομασία της Κέρκυρας, Κορφού. 1. Αναστάσιος. Ήταν αδελφός του… …

    Dictionary of Greek

  • 120Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …

    Dictionary of Greek