η πτήση

  • 91πτεροδρομία — ἡ, Α (ποιητ. τ.) πτήση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + δρομία (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο δρομία] …

    Dictionary of Greek

  • 92πτερύγισμα — το, ΝΜΑ [πτερυγίζω] η κίνηση των φτερών κατά την πτήση, το φτερούγισμα …

    Dictionary of Greek

  • 93πτητικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού πτητικού 2. η ικανότητα ή καταλληλότητα πτηνού ή αεροσκάφους για πτήση 3. χημ. η πίεση την οποία θα ασκούσε ένα πραγματικό αέριο, αν κάτω από δεδομένες συνθήκες θερμοκρασίας και χημικού δυναμικού θεωρηθεί ως ιδανικό.… …

    Dictionary of Greek

  • 94πύραυλος — (ή ενδοαντιδραστήρας). Ο απλούστερος και ο αρχαιότερος προωθητικός κινητήρας με αντίδρασητ. Ένας προωθητικός κινητήρας με πυραύλους παρέχει μια ώθηση σε συνάρτηση με την εκτόξευση των προϊόντων της καύσης του προωθητικού μείγματος· τα προϊόντα… …

    Dictionary of Greek

  • 95πώτημα — ήματος, τὸ, Α [πωτῶμαι] πέταγμα, πτήση («ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλθον», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 96ραντάρ — (radar, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων radio detection and ranging = ραδιοεντοπισμός και μέτρηση της απόστασης). Ηλεκτρονική συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον… …

    Dictionary of Greek

  • 97ροίζημα — τὸ, Α [ῥοιζῶ (Ι)] 1. ορμητική, θορυβώδης κίνηση 2. γρήγορη πτήση 3. εκδήλωση, έκφραση με πάθος …

    Dictionary of Greek

  • 98σμήνος — Στη φυσική σημαίνει ομάδα σωματίδιων η οποία παράγεται σ’ ένα ειδικό μέσο από ένα προσπίπτον σωματίδιο υψηλής ενέργειας ή ύστερα από μια διαδικασία διαδοχικών αλυσωτών συγκρούσεων. Διακρίνουμε τα διεισδυτικά σ. από πυρηνικά σωματίδια (νουκλεόνια …

    Dictionary of Greek

  • 99στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία …

    Dictionary of Greek

  • 100στερκοράριος — Όνομα πτηνών της οικογένειας των Στερκοραριδών, της τάξης των χαραδριόμορφων και εντόμων της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Οι Στερκοραρίδες ή Κοπροδίαιτοι, ονομάζονται έτσι γιατί κατά το παρελθόν πιστευόταν ότι τρέφονταν από τ απορρίμματα άλλων… …

    Dictionary of Greek