η πτήση

  • 61βιονική — Η επιστήμη που συνδέει τη βιολογία και την τεχνολογία, με σκοπό να δώσει στους τεχνολόγους πρότυπα, που η αξία τους έγκειται στο ότι έχουν δοκιμαστεί, στηριζόμενα στις λύσεις που προσφέρει η φύση στα προβλήματα των ζωντανών υπάρξεων. Ο άνθρωπος… …

    Dictionary of Greek

  • 62γλάρος — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …

    Dictionary of Greek

  • 63γλαρός — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …

    Dictionary of Greek

  • 64δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… …

    Dictionary of Greek

  • 65ελασία — ἐλασία, η (AM) η πράξη τού ελαύνω*, ιππασία, ιππηλασία μσν. 1. έξωση, αποβολή, απέλαση 2. σειρά κωπηλατών 3. (για πουλιά) πτήση 4. ταχεία κίνηση, δρόμος αρχ. 1. πορεία, διάβαση 2. (κατά τον Ησύχ.) «δίωξις» …

    Dictionary of Greek

  • 66επίπτησις — ἐπίπτησις, ἡ (Α) η πτήση προς τα κάτω, το πέταγμα πάνω από κάτι και προς τα κάτω …

    Dictionary of Greek

  • 67ερωδιός — (Αrdea).Γένοςπτηνώντηςοικογένειαςτων αρδεϊδών. Διακρίνονται από τα άλλα καλοβατικά (μακρύλαιμα και μακρύποδα, όπως π.χ. οι πελαργοί και οι γερανοί), γιατί διατηρούν τον μακρύ λαιμό τους αναδιπλωμένο και κατά την πτήση. Γενικά δεν θηρεύονται,… …

    Dictionary of Greek

  • 68ευπτησία — εὐπτησία, ἡ (Α) η επιδεξιότητα στο πέταγμα, η εμπειρία στην πτήση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτήσις (< θ. πτησ τού ρ. πέτ ομαι «πετώ», πρβλ. μέλλ. πτήσ ομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 69εφόρμηση — (I) η (ΑΜ ἐφόρμησις) [εφορμώ Ι] ορμητική επίθεση, έφοδος, επιδρομή νεοελλ. 1. (ψυχολ.) αυθόρμητη ένταση τής ενέργειας που παρουσιάζεται με υποσυνείδητη βουλητική προσπάθεια κατά την επιτέλεση συνεχούς έργου 2. φρ. «κάθετη (ή κατακόρυφη) εφόρμηση» …

    Dictionary of Greek

  • 70ιμαντόπους — (Ηimantopus himantopus). Επιστημονική ονομασία πτηνού της οικογένειας των ανωραμφιδών, της τάξης των χαραδριομόρφων. Οι κοινές ονομασίες του είναι καλαμοκανάς και αδραχτάς. Είναι διαδεδομένο στην κεντρική Ευρώπη, στις παραμεσόγειες περιοχές και… …

    Dictionary of Greek