η πτήση

  • 51αεροδιάδρομος — ο (Αεροπ.) διάδρομος στον χώρο, ορισμένος οριζοντιογραφικά και υψομετρικά, μέσα στον οποίο η πτήση αεροσκάφους είναι ελεγχόμενη …

    Dictionary of Greek

  • 52αεροζωγραφική — Αισθητική αρχή του φουτουρισμού (βλ. λ.), που αναφέρεται στη ζωγραφική από αεροπλάνο. Ο ζωγράφος δηλαδή ζωγραφίζει τα αντικείμενα, όπως τα βλέπει από αεροπλάνο σε πτήση. Ένα χαρακτηριστικό έργο αεροζωγραφικής είναι η «Θύελλα στην πόλη» του Τ.… …

    Dictionary of Greek

  • 53αερολέσχη — Κέντρο όπου εκπαιδεύονται πιλότοι της πολιτικής αεροπορίας. Μέλη της α. έχουν ιδιαίτερη επίδοση στην πτήση με αεροπλάνα χωρίς κινητήρα ή στην πτώση με αλεξίπτωτο ή και στην κατασκευή μοντέλων αεροσκαφών (βλ. λ. αερομοντελισμός). Οι α.… …

    Dictionary of Greek

  • 54αεροναυτιλία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται στην τεχνική της πλεύσης και της κυκλοφορίας στον αέρα των πτητικών συσκευών. Η α. στα πρώτα της βήματα χρησιμοποιούσε μεθόδους της ναυτιλίας, τώρα όμως χρησιμοποιεί ραδιοηλεκτρικές μεθόδους, οι οποίες… …

    Dictionary of Greek

  • 55αεροπειρατεία — Η βίαιη κατάληψη ενός αεροσκάφους στη διάρκεια της πτήσης του και η ομηρία των επιβατών και του πληρώματός του, με σκοπό συνήθως τη διαπραγμάτευση αιτημάτων (ατομικών ή ευρύτερων) με κρατικές αρχές. Η εγκληματική αυτή πρακτική, που καταδικάζεται… …

    Dictionary of Greek

  • 56αεροτομή — Σώμα που έχει κατάλληλο σχήμα, ώστε όταν βρίσκεται σε σχετική κίνηση ως προς τον αέρα να παράγει δύναμη κάθετη στην κίνηση (άντωση) πολύ μεγαλύτερη από την αντίσταση στην κίνηση. Η πτήση ενός αεροσκάφους εξαρτάται από τη χρησιμοποίηση α. στις… …

    Dictionary of Greek

  • 57αεροχείμαρρος — Οριζόντιο ρεύμα αέρα που χαρακτηρίζεται από ισχυρούς ανέμους, των οποίων η ένταση μεταβάλλεται συνεχώς και σε σχετικά μικρές αποστάσεις. Η ένταση και η συνεχής μεταβολή των ανέμων προκαλούν στροβιλοειδή ροή του αέρα και αναταράξεις στα αεροπλάνα… …

    Dictionary of Greek

  • 58αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… …

    Dictionary of Greek

  • 59αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα …

    Dictionary of Greek

  • 60αστροναυτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την πτήση στο διάστημα 2. το θηλ. ως ουσ. η αστροναυτική η επιστήμη της πτήσης στο διάστημα …

    Dictionary of Greek