η πτήση

  • 111υψιπέτεια — ἡ, Μ [ὑψιπέτης] υψηλή πτήση …

    Dictionary of Greek

  • 112φράγμα — το, ΝΜΑ, και φάργμα και φάρχμα Α φράχτης, περίφραξη νεοελλ. 1. φραγμός, εμπόδιο 2. κατασκευή για παρεμπόδιση τής ροής τού νερού, για μεταβολή τού ρου ρεόντων υδάτων ή για τη δημιουργία ταμιευτήρων, υδροφράκτης, υδατοφράκτης 3. φρ. α) «φράγμα… …

    Dictionary of Greek

  • 113χαρταετός — Κατασκευή από λεπτό χαρτί κολλημένο σε σκελετό από ελαφρά ξύλα ή καλάμια, που συγκρατείται με έναν πολύ μακρύ σπάγγο. Στο άκρο του τοποθετούνται συχνά λωρίδες χαρτιού που χρησιμοποιούνται για την ισορροπία (ουρά). Ο απλούστερος τύπος, που… …

    Dictionary of Greek

  • 114όροφος — ο (Α ὄροφος) νεοελλ. 1. τμήμα οικοδομής ανάμεσα σε δύο οροφές, το οποίο αποτελείται από σύνολο δωματίων και διαμερισμάτων που έχουν στο ίδιο επίπεδο το δάπεδο και στο ίδιο ύψος την οροφή τους, πάτωμα κτηρίου 2. καθένα από τα τμήματα συστήματα… …

    Dictionary of Greek

  • 115αελλωδίδες — Οικογένεια νηκτικών πτηνών της τάξης των ρινοτρυπομόρφων ή προκελαριομόρφων. Λέγονται και αλλωδίδεςπροκελαρίδες. Τα πτηνά αυτά έχουν ράμφος μακρουλό, βαθιά αυλακωτό και γαμψό σαν αγκίστρι. Έχουν μακριές φτερούγες, που τους εξασφαλίζουν μεγάλη… …

    Dictionary of Greek

  • 116αεροπορικός διάδρομος ή αεροδιάδρομος — Εναέριος διάδρομος μέσα στον οποίο κινούνται τα αεροπλάνα, κυρίως για την αποτροπή ατυχημάτων και συγκρούσεων. Οι α.δ. καθορίζονται διεθνώς με γεωγραφικές συντεταγμένες ή με ραδιοναυτιλιακά μέσα και διακρίνονται σε δύο κυρίως κατηγορίες: α) στους …

    Dictionary of Greek

  • 117άλμπατρος — Κοινή ονομασία που αποδίδεται σε πουλιά της οικογένειας των διομηδειιδών, της τάξης των ρινοτρυπομόρφων. Υποδιαιρούνται σε τρία γένη, το σπουδαιότερο από τα οποία είναι το γένος διομήδεια. Ζουν στις ακτές όλων των ωκεανών, εκτός από το μεγαλύτερο …

    Dictionary of Greek

  • 118Αμούνδσεν, Ρόαλντ — (Roald Engelbregt Grauning Amundsen, Μπόργκε, Νορβηγία 1872 – Βόρειος Παγωμένος ωκεανός 1928). Νορβηγός εξερευνητής. Η αγάπη του για τις περιπέτειες και το μεγάλο πάθος του για τη θάλασσα τον βοήθησαν να γίνει βαθύς γνώστης του Βόρειου και του… …

    Dictionary of Greek

  • 119Αναγνώστου-Μπουκουβάλα, Ιωάννα — (Κάιρο 1904 – Αθήνα 1992). Μουσικός, φιλόλογος, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε μουσική στο Ωδείο Αθηνών και φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ έκανε μεταπτυχιακές φιλολογικές και μουσικολογικές σπουδές στο… …

    Dictionary of Greek

  • 120ανεμόχωρα — Φυτά που η εξάπλωση των σπερμάτων τους εξαρτάται από τον άνεμο. Τα σπέρματα των ανεμόχωρων φυτών συχνά φέρουν ειδικά εξαρτήματα που διευκολύνουν την πτήση τους σε μεγάλες αποστάσεις. Σκοπός αυτής της διαδικασίας είναι να αποφευχθεί η ανάπτυξη των …

    Dictionary of Greek