η πτήση

  • 101στροφοανεμόπτερο — το, Ν (αερον.) αυτόγυρο χωρίς κινητήρα που, ελκόμενο από αυτοκίνητο, τροχοδομεί προς απογείωση και, αφού αποδεσμευθεί, εκτελεί αυτόνομη ανεμοπορική πτήση με αυτοπεριστροφή τού στροφείου …

    Dictionary of Greek

  • 102συμπαρίπταμαι — Α 1. πετώ μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («ἀετῷ νεοσσὸς ἐγγύθεν συμπαριπτάμενος», Γρηγ. Ναζ.) 2.μτφ. παρακολουθώ κάτι κατά την πτήση του («συμπαρίπταται δὲ τοῑς πτηνοῑς τῇ τοῡ νοῡ δυνάμει», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρίπταμαι «πετώ …

    Dictionary of Greek

  • 103σύμπτημα — τὸ, Μ σμήνος περιστεριών την ώρα που πετάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πτῆμα «πτήση, πέταγμα»] …

    Dictionary of Greek

  • 104τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… …

    Dictionary of Greek

  • 105τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …

    Dictionary of Greek

  • 106τιναμού — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τών ανίκανων για πτήση εδαφόβιων σποροφάγων πτηνών τής τάξης τιναμόμορφα με τη μοναδική οικογένεια τιναμίδες, που περιλαμβάνει 9 γένη και πολλά είδη τής Αμερικής …

    Dictionary of Greek

  • 107τρόπιδα — η / τρόπις, ιδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρόπις Ν, τ. γεν. και εως και ιων. τ. γεν. ιος, Α ισχυρή δοκός που αποτελεί το κατώτατο τμήμα τού σκελετού τών πλοίων και εκτείνεται από την πλώρη μέχρι την πρύμνη, κν. καρένα ή καρίνα νεοελλ. 1. ζωολ. λεπτή… …

    Dictionary of Greek

  • 108τσάρτερ — το, Ν άκλ. (αεροπ.) επιβατικό αεροπλάνο μισθωμένο από τουριστική εταιρία για ιδιαίτερη πτήση, με μείωση τής τιμής τού κομίστρου …

    Dictionary of Greek

  • 109υπερηχητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με ταχύτητα που υπερβαίνει την ταχύτητα τού ήχου («υπερηχητική πτήση») 2. αυτός που κινείται με ταχύτητα μεγαλύτερη από την ταχύτητα τού ήχου («υπερηχητικό αεροπλάνο») 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους… …

    Dictionary of Greek

  • 110υποηχητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους υποήχους («υποηχητικό κύμα») 2. αυτός που έχει σχέση με ταχύτητες κατώτερες από την ταχύτητα τού ήχου στον αέρα ή με οχήματα κινούμενα με τέτοιες ταχύτητες («υποηχητική πτήση»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην …

    Dictionary of Greek