η προσβολή

  • 51αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… …

    Dictionary of Greek

  • 52απρόσβλητος — η, ο (AM ἀπρόσβλητος, ον) [προσβάλλω] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον προσβάλει, ακαταμάχητος 2. αυτός εναντίον του οποίου δεν επιτέθηκε κανείς νεοελλ. (γενικά) αυτός που δεν έχει δεχθεί ηθική προσβολή …

    Dictionary of Greek

  • 53αρθρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, ολόκληρης της άρθρωσης ή τμημάτων της, που μερικές φορές συνοδεύεται από ενδοαρθρικό εξίδρωμα ορώδες ή ακόμα και πυώδες· ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να την προκαλέσουν βακτηρίδια, ιοί, αλλεργίες, διαταραχές του… …

    Dictionary of Greek

  • 54ατίμωση — η (AM ἀτίμωσις) [ατιμώ ( όω)] το να ατιμάζει κανείς κάποιον ή κάτι, η προσβολή …

    Dictionary of Greek

  • 55ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία …

    Dictionary of Greek

  • 56ατιμοπενθής — ἀτιμοπενθής, ές (Α) αυτός που πενθεί για την προσβολή που του έγινε …

    Dictionary of Greek

  • 57βλάψιμο — το [βλάπτω] 1. βλάβη, ζημιά 2. πληγή 3. ελάττωμα 4. (για την τιμή) προσβολή 5. οι αδιαθεσίες της εγκύου κατά τους πρώτους μήνες της κύησης …

    Dictionary of Greek

  • 58βομβαρδισμός — Η παρατεταμένη συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, ξηράς ή ναυτικού και η επαναλαμβανόμενη ρίψη βομβών από αεροπλάνα. Ο όρος β. σήμαινε αρχικά τη δράση του πυροβολικού κατά οχυρωμένων θέσεων, με σκοπό την εξουδετέρωση της άμυνας και την κάμψη του… …

    Dictionary of Greek

  • 59γαγγραίνωση — η (Α γαγγραίνωσις) [γαγγραινούμαι] προσβολή από γάγγραινα …

    Dictionary of Greek

  • 60γονοκοκκίαση — η προσβολή τού οργανισμού από γονόκοκκο …

    Dictionary of Greek