η προσβολή

  • 31αιδώς — η ούς, ντροπή, σεβασμός, σεμνότητα, κυρίως στη φράση: «προσβολή της δημοσίας αιδούς» (προσβολή του αισθήματος για την ντροπή που έχουν σ έναν τόπο οι περισσότεροι άνθρωποι) …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 32αποπλύνω — και αποπλένω υνα, ύθηκα, υμένος 1. ξεπλένω, καθαρίζω: Απόπλυνα τα ρούχα κι έγιναν πεντακάθαρα. 2. ξεπλένω προσβολή, βρισιά κτλ. που μου έγινε, εκδικούμαι: Για να αποπλύνει, όπως νόμιζε, την προσβολή που του είχε κάνει, τον πυροβόλησε και τον… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 33Hillel the Elder — Hillel (הלל) (born Babylon traditionally c.110BCE 10CE [ [http://www.jewishencyclopedia.com/view.jsp?artid=730 letter=H Jewish Encyclopedia: Hillel] : His activity of forty years is perhaps historical; and since it began, according to a… …

    Wikipedia

  • 34Titán (Saint Seiya) — Los Titanes (ティターン神族, Titān Shinzoku?) son personajes del manga Saint Seiya Episodio G. Siete años antes del Torneo Galáctico, los Santos de Oro se enfrentan con los Titanes, quienes buscan el Megas Drepanon, con el puede despertar a su señor… …

    Wikipedia Español

  • 35прилог — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (προσβολή, προσθήκη) 1) прибавление, прибавка; 2) ухищрение,… …

    Словарь церковнославянского языка

  • 36Дункан, Раймонд — Раймонд Дункан с женой и сыном в 1912 году Раймонд Дункан (Raymond Duncan, Сан Франциско 1874 1966)&#1 …

    Википедия

  • 37άγγιασμα — και άγγιαγμα, το [αγγιάζω] 1. άγγιγμα, επαφή 2. προσβολή, πείραγμα …

    Dictionary of Greek

  • 38ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …

    Dictionary of Greek

  • 39αεικία — ἀεικία και αττ. αἰκία και ιων. ἀεικίη, η (Α) [ἀεικής] 1. ύβρις, προσβολή 2. (ηθική) βλάβη …

    Dictionary of Greek

  • 40αεροτομή — Σώμα που έχει κατάλληλο σχήμα, ώστε όταν βρίσκεται σε σχετική κίνηση ως προς τον αέρα να παράγει δύναμη κάθετη στην κίνηση (άντωση) πολύ μεγαλύτερη από την αντίσταση στην κίνηση. Η πτήση ενός αεροσκάφους εξαρτάται από τη χρησιμοποίηση α. στις… …

    Dictionary of Greek