η προσβολή

  • 111κεραυνοβολία — η (ΑΜ κεραυνοβολία) [κεραυνοβολώ] εξακόντιση ή πτώση κεραυνού, κεραυνοβόληση νεοελλ. 1. η προσβολή ανθρώπων και ζώων από κεραυνό καθώς και τα φαινόμενά της 2. βίαιη εκκένωση έντονου ηλεκτρικού ρεύματος στο σώμα, ηλεκτροπληξία …

    Dictionary of Greek

  • 112κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… …

    Dictionary of Greek

  • 113κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …

    Dictionary of Greek

  • 114κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 115κλαδοσπορίωση — Ασθένεια των φυτών που προκαλείται από τους μύκητες του γένους κλαδοσπόριο. Χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση κηλίδων στα εναέρια όργανα του φυτού, που συνοδεύονται από μούχλα με χρώμα λαδιού. Οι κ. εμφανίζονται κυρίως στα μπιζέλια, στα πεπόνια,… …

    Dictionary of Greek

  • 116κοινούρωση — Σπάνια πάθηση οικιακών ζώων, που προκαλείται από το νυμφικό στάδιο του κεστώδους παρασίτου Taenia multiceps, γνωστού και ως κοίνουρος. Το παράσιτο αυτό προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα και τα μάτια του ξενιστή του, προκαλώντας ένα εύρος… …

    Dictionary of Greek

  • 117κοκαΐνη — Χημική ένωση, με μοριακό τύπο C17H21NO4, η οποία ανήκει στα αλκαλοειδή. Βρίσκεται μαζί με άλλα αλκαλοειδή στα φύλλα του θαμνίσκου ερυθρόξυλο η κόκα (Erythroxylon coca) της οικογένειας των ερυθροξυλίδων (δικοτυλήδονα). Τα φύλλα του φυτού, τα οποία …

    Dictionary of Greek

  • 118κολάφισμα — το (AM κολάφισμα) [κολαφίζω] το κατά πρόσωπο ράπισμα, χαστούκισμα νεοελλ. ταπείνωση, προσβολή …

    Dictionary of Greek

  • 119κουνέλι — Κοινή ονομασία του είδους Οryctolagus cuniculus, μοναδικού αντιπροσώπου του γένους του, της οικογένειας των leporidae. Πρόκειται για λαγόμορφο θηλαστικό, το οποίο, σε άγρια κατάσταση, ζει μέσα σε υπόγειες, διακλαδιζόμενες φωλιές, με στοές που… …

    Dictionary of Greek

  • 120κρούσμα — το (AM κροῡσμα, Α και κροῡμα) [κρούω] νεοελλ. 1. κάθε περίπτωση ατόμου που προσβάλλεται από εμφανιζόμενη μολυσματική νόσο, ιδίως επιδημική, η προσβολή («ένα ακόμη κρούσμα ηπατίτιδας εμφανίστηκε στο σχολείο μας») 2. καθεμιά από τις παραβάσεις τού… …

    Dictionary of Greek