η προβολή (

  • 71Эпихейротония —    • Έπιχειροτονία,          назывался двоякий акт принятия решения посредством большинства голосов в Афинах:        1. έ. τω̃ν νόμων, производившаяся ежегодно в первом народном собрании ревизия законов, после чего дальнейшие заботы лежали на… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 72Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …

    Dictionary of Greek

  • 73Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …

    Dictionary of Greek

  • 74Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …

    Dictionary of Greek

  • 75έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… …

    Dictionary of Greek

  • 76αίσθημα — Η καταχώρηση στη συνείδησή μας των αποτελεσμάτων ενός ερεθισμού, τον οποίο μεταφέρουν τα αισθητήρια όργανα, με τη βοήθεια του νευρικού συστήματος, στον εγκέφαλο, όπου και ερμηνεύονται. Πρόκειται δηλαδή για εικόνες του εσωτερικού και εξωτερικού… …

    Dictionary of Greek

  • 77αβάκιο — το (AM ἀβάκιον) [ἄβακας] νεοελλ. η μαθηματική πλάκα, ο άβακας μσν. έκθεση μπροστά από εργαστήρια τών εμπορευμάτων που προορίζονταν για πώληση (συνών. προβολή, κραββατίνα, καθέδρα) αρχ. ως υποκ. τού ἄβαξ …

    Dictionary of Greek

  • 78αγαλίκι — το [αγάς] 1. η περιοχή που ανήκει σε αγά 2. ο τρόπος ζωής και η συμπεριφορά που ταιριάζει σε αγά, η αφθονία αγαθών, η καλοπέραση 3. ο φόρος που καταβάλλεται σε αγά 4. η προβολή αυθαίρετων αξιώσεων και απαιτήσεων …

    Dictionary of Greek

  • 79αγγειόσπερμα — Η σημαντικότερη από τις δύο υποδιαιρέσεις των φανερόγαμων φυτών· σε αυτή περιλαμβάνονται όλα τα φυτά που έχουν άνθη και παράγουν σπέρματα, τα οποία περιέχονται στην ωοθήκη, ενώ στα γυμνόσπερμα τα ωοκύτταρα είναι γυμνά. Η ωοθήκη των α. είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 80ακτινικός — Αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ακτίνα. (Αστρον.) Α. κίνησηα. ταχύτητα. Η προβολή της ταχύτητας ενός ουράνιου σώματος πάνω στην ευθεία που ενώνει το σώμα με τον παρατηρητή, δηλαδή την οπτική ακτίνα. Η α. ταχύτητα προσδιορίζεται με τη μέτρηση… …

    Dictionary of Greek