η προβολή (

  • 41οθόνη — Λευκή επιφάνεια από ύφασμα, καουτσούκ ή από κάποιο πλαστικό υλικό, που χρησιμεύει για την προβολή επάνω της φωτογραφικών ή κινηματογραφικών εικόνων. Οι διαφανείς ο. από αποστιλβωμένο γυαλί ή από πλαστικό υλικό, χρησιμοποιούνται όταν η συσκευή… …

    Dictionary of Greek

  • 42παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες …

    Dictionary of Greek

  • 43πλανητάριο — (Αστρον.). Μηχανισμός με τον οποίο γίνεται δυνατή η αναπαράσταση των κινήσεων των πλανητών. Μετά την κατασκευή του πολύπλοκου αυτού μηχανισμού από τον καθηγητή Μπάουερσφελντ της εταιρείας Zeiss της Ιένας, τον οποίο ο ίδιος επινόησε, το όνομα π.… …

    Dictionary of Greek

  • 44πολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πόλους τής γήινης σφαίρας ή ο σχετικός με τους πόλους 2. ο σχετικός με τους πόλους μαγνήτη ή ηλεκτρικής στήλης 3. όρος που χρησιμοποιείται στη φυσικοχημεία για να χαρακτηρίσει τα μόρια τα οποία δρουν …

    Dictionary of Greek

  • 45προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …

    Dictionary of Greek

  • 46προβολικός — ή, ό, Ν [προβολή] 1. μαθημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προβολή («προβολική γεωμετρία» κλάδος τής γεωμετρίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών προβολικών ιδιοτήτων τών σχημάτων) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προβολέα… …

    Dictionary of Greek

  • 47προοπτικός — ή, ό / προοπτικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προοπτική 2. αυτός που απεικονίζεται με βάση τους κανόνες τής προοπτικής (α. «προοπτικό σχέδιο») 3. το θηλ. ως ουσ. βλ. προοπτική 4. το αρσ. ως ουσ. ο προοπτικός (ανατ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 48προσωπικός — ή, ό / προσωπικός, ή, όν, ΝΜ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ανθρώπου ή ζώου («προσωπική αρτηρία») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ως άτομο, ατομικός (α. «προσωπική πρόσκληση» β. «προσωπική ποιότης», Ευστ.) νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 49στερεογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεογραφία 2. φρ. «στερεογραφική προβολή» αζιμουθιακή προβολή κατά την οποία ως προβολικό κέντρο χρησιμοποιείται το αντιδιαμετρικό σημείο τού σημείου επαφής τού επιπέδου προβολής με τη γήινη σφαίρα.… …

    Dictionary of Greek

  • 50Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …

    Dictionary of Greek