η προβολή (
101εικονογραφία — Η τυπική απεικόνιση στα έργα τέχνης ιστορικών, μυθολογικών και θρησκευτικών προσώπων και θεμάτων με τα διακριτικά τους σύμβολα ή γνωρίσματα, όπως έχουν καθοριστεί από την παράδοση και το δόγμα. Για παράδειγμα, ένας αετός ή ένας επιβλητικός ώριμος …
102εκκεντρότητα — (Αστρον.). Το μέτρο της επιμήκυνσης μιας ελλειπτικής τροχιάς. Ορίζεται ως το πηλίκο της απόστασης από το κέντρο της έλλειψης μέχρι τη μία εστία διά του μήκους του μεγάλου ημιάξονα ή ως ο λόγος της απόστασης μεταξύ των δύο εστιών της τροχιάς προς… …
103εκπέτασμα — το (AM ἐκπέτασμα) οτιδήποτε απλώνεται ή ξεδιπλώνεται νεοελλ. (χαρτογρ.) η προβολή μιας μη αναπτύξιμης επιφάνειας (όπως είναι η σφαιρική και η ελλειψοειδής) πάνω σε άλλη μη αναπτύξιμη (κυλινδρική, κωνική ή επίπεδη) …
104εξωγναθία — η η υπερβολική ανάπτυξη τής μιας γνάθου και η προβολή της προς τα έξω …
105επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …
106επύλλιο — Σύντομη ποιητική σύνθεση σε εξάμετρο με επικό θέμα, χαρακτηριστική της αλεξανδρινής εποχής· παρουσίαζε το ηρωικό στοιχείο με το πνεύμα της εποχής –ενδίδοντας στην προβολή της λεπτομέρειας και της αισθηματολογίας– με απεικονίσεις της καθημερινής… …
107ερπετώδης — ες (AM ἑρπετώδης, ες) [ερπετό] αυτός που μοιάζει με ερπετό, ο οφιοειδής νεοελλ. 1. (για τόπο) αυτός που είναι γεμάτος ερπετά 2. χαμερπής, ποταπός αρχ. φρ. «ἑρπετώδης προβολή» η προβοσκίδα τού ελέφαντα …
108εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… …
109ιμπρεσάριος — ὁ 1. επιχειρηματίας θεατρικών παραστάσεων και άλλων καλλιτεχνικών εκδηλώσεων 2. αυτός που αναλαμβάνει την παρουσίαση και προβολή κάποιου καλλιτέχνη και τού έργου του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. impresario < impresa… …
110κάτοψη — η (Α κάτοψις) νεοελλ. 1. όψη από πάνω προς τα κάτω, θέα κάποιου πράγματος από ψηλά 2. τεχνολ. η ορθή προβολή ενός αντικειμένου κατά τον σχεδιασμό του σε ένα οριζόντιο επίπεδο, το σχέδιο οικοδομήματος σε οριζόντια τομή αρχ. όψη …