η πρεσβεία
1πρεσβεία — πρεσβείᾱ , πρέσβεια fem nom/voc/acc dual πρεσβείᾱ , πρεσβεία age fem nom/voc/acc dual πρεσβείᾱ , πρεσβεία age fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2πρεσβείᾳ — πρεσβείᾱͅ , πρέσβεια fem dat sg (attic doric aeolic) πρεσβείᾱͅ , πρεσβεία age fem dat sg (attic doric aeolic) …
3πρέσβεια — fem nom/voc sg …
4πρεσβεία — η 1. αποστολή πρέσβεων. 2. διπλωματική υπηρεσία μιας χώρας σε ξένο κράτος καθώς και το οίκημα όπου στεγάζεται αυτή: Όλες οι πρεσβείες των διάφορων κρατών είναι στην Αθήνα. τα οι τιμές που απονέμονται στους γέροντες ή τους αρχαιότερους σε ένα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5πρέσβεια — ἡ, ΜΑ βλ. πρέσβα …
6πρεσβεία — ἡ, ΝΜΑ, και κρητ. τ. πρειγεία και πρειγηΐα και αργ. τ. πρεσγέα, ἁ, Α 1. αποστολή πρέσβεων, αντιπροσώπων για διαπραγμάτευση 2. οι πρέσβεις, οι αντιπρόσωποι 3. διαπραγμάτευση 4. εκκλ. μεσολάβηση («ταῑς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾱς»,… …
7πρεσβεῖα — πρεσβεῖον gift of honour neut nom/voc/acc pl …
8πρεσβείας — πρεσβείᾱς , πρέσβεια fem acc pl πρεσβείᾱς , πρέσβεια fem gen sg (attic doric aeolic) πρεσβείᾱς , πρεσβεία age fem acc pl πρεσβείᾱς , πρεσβεία age fem gen sg (attic doric aeolic) …
9πρεσβείαι — πρεσβείᾱͅ , πρέσβεια fem dat sg (attic doric aeolic) πρεσβείᾱͅ , πρεσβεία age fem dat sg (attic doric aeolic) …
10πρεσβειῶν — πρέσβεια fem gen pl πρεσβεία age fem gen pl …