η ποινή
1Ποινῇ — Ποινή bloodmoney fem dat sg (attic epic ionic) …
2Ποινή — bloodmoney fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3ποινή — bloodmoney fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …
5ποινῇ — ποινάομαι avenge oneself on pres subj mp 2nd sg (doric) ποινάομαι avenge oneself on pres ind mp 2nd sg (doric) ποινάομαι avenge oneself on pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ποινάομαι avenge oneself on pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ποινάω pres… …
6ποινή — η κολασμός, τιμωρία για πράξη παράνομη: Στους υπαλλήλους επιβάλλονται και πειθαρχικές ποινές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7θανατική ποινή — (Νομ.). Η εσχάτη των ποινών στο δικαιοδοτικό σύστημα, που επιβάλλεται σε ιδιαίτερες κακουργηματικές πράξεις. Στη χώρα μας, η θ.π., αν και είχε καταργηθεί πολύ νωρίτερα στην πράξη, τελικά με το άρθρο 1 παράγραφος 12β του ν. 2207/94 καταργήθηκε και …
8αειφυγία — Ποινή μόνιμης εξορίας στην αρχαία Ελλάδα, που επιβαλλόταν από τον Άρειο Πάγο σε όσους διέπρατταν σοβαρά αδικήματα του κοινού δικαίου και ιδίως φόνο ή τραύματα με προμελέτη, ασέβεια, επιβουλή της ζωής του συζύγου από τη γυναίκα κλπ. Η ποινή, που… …
9Ποιναῖς — Ποινή bloodmoney fem dat pl …
10ποιναῖς — ποινή bloodmoney fem dat pl …