η πιπεριέρα
1πιπεριέρα — η, Ν επιτραπέζιο, συνήθως γυάλινο, σκεύος στο οποίο τοποθετείται το πιπέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιπέρι + κατάλ. ιέρα (πρβλ. σουπ ιέρα, τσαγ ιέρα)] …
2πιπεριέρα — η πιπεροδοχείο (κατά το αλατιέρα) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3πιπεροδοχείο — το, Ν η πιπεριέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιπέρι + δοχείο. Η λ. στον λόγιο τ. πιπεροδοχείον, μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …
4πιπεροδοχείο — το πιπεριέρα (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)