η παρηγοριά
1παρηγοριά — παρηγοριά, η και παρηγόρια, η 1. μετριασμός της λύπης, ψυχική ανακούφιση, λόγος παρηγορητικός: Παρηγοριά στον άρρωστο, ώσπου να βγει η ψυχή του (παροιμ.). 2. συντροφιά με τους συγγενείς κατά τη διανυκτέρευση με το νεκρό, συμπαράσταση στο… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2παρηγορία — παρηγορίᾱ , παρηγορία exhortation fem nom/voc/acc dual παρηγορίᾱ , παρηγορία exhortation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3παρηγορία — η, ΝΜΑ, και παρηγοριά και παρηγόρια Ν, ιων. τ. παρηγορίη Α η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρηγορώ, ο μετριασμός τού ψυχικού πόνου και η ανακούφιση τού πάσχοντος με κατάλληλα λόγια, η παραμυθία νεοελ. 1. συνεκδ. καθετί που απαλύνει τον ψυχικό… …
4παρηγορίᾳ — παρηγορίαι , παρηγορία exhortation fem nom/voc pl παρηγορίᾱͅ , παρηγορία exhortation fem dat sg (attic doric aeolic) …
5παρηγοριά — η βλ. παρηγορία …
6παρηγορίας — παρηγορίᾱς , παρηγορία exhortation fem acc pl παρηγορίᾱς , παρηγορία exhortation fem gen sg (attic doric aeolic) …
7παρηγορίαι — παρηγορία exhortation fem nom/voc pl παρηγορίᾱͅ , παρηγορία exhortation fem dat sg (attic doric aeolic) …
8παρηγορίαν — παρηγορίᾱν , παρηγορία exhortation fem acc sg (attic doric aeolic) …
9παρηγορίαις — παρηγορία exhortation fem dat pl …
10παρηγορίην — παρηγορία exhortation fem acc sg (epic ionic) …