η παιδοκόμος
1παιδοκόμος — cherishing children masc/fem nom sg …
2παιδοκόμος — ο (ΑΜ παιδοκόμος, ον) νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η παιδοκόμος αυτός που ασχολείται με την παιδοκομία μσν. αρχ. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που περιποιείται και ανατρέφει παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + κόμος (< κομῶ… …
3παιδοκόμος, ο — η αυτός που ασχολείται με την παιδοκομία (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4παιδοκόμον — παιδοκόμος cherishing children masc/fem acc sg παιδοκόμος cherishing children neut nom/voc/acc sg …
5παιδοκόμοι — παιδοκόμος cherishing children masc/fem nom/voc pl …
6παιδοκόμοις — παιδοκόμος cherishing children masc/fem/neut dat pl …
7παιδοκόμοισιν — παιδοκόμος cherishing children masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
8παιδοκόμου — παιδοκόμος cherishing children masc/fem/neut gen sg …
9παιδοκόμους — παιδοκόμος cherishing children masc/fem acc pl …
10παιδοκόμων — παιδοκόμος cherishing children masc/fem/neut gen pl …
- 1
- 2