η μύτη του

  • 1μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …

    Dictionary of Greek

  • 2Σανσελάντ, άνθρωπος του- — Απολιθωμένος τύπος ανθρώπου του ανώτερου παλαιολιθικού. Το 1888, δύο Γάλλοι αρχαιολόγοι, οι Φω και Αρντύ, εκτελώντας ανασκαφές κάτω από ένα βραχώδες καταφύγιο στην περιοχή του χωριού Σανσελάντ (Γαλλία), βρήκαν έναν ανθρώπινο σκελετό σ’ ένα στρώμα …

    Dictionary of Greek

  • 3Μαύρη Μύτη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 5 κάτ.) της Αμοργού. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμοργού του νομού Κυκλάδων …

    Dictionary of Greek

  • 4Μακριά Μύτη — Οικισμός (27 κάτ.) της Πάρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου του νομού Κυκλάδων …

    Dictionary of Greek

  • 5πνιγμός — Είναι ο τύπος ασφυξίας που προκαλείται όταν υγρά κυρίως μέσα παρακωλύουν την είσοδο αέρα στις αναπνευστικές οδούς. Γενικά αυτό συμβαίνει όταν ολόκληρο το σώμα βυθιστεί στο νερό, αν και, σπανιότερα, ο π. προκαλείται και όταν είναι βυθισμένα σ’ ένα …

    Dictionary of Greek

  • 6αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …

    Dictionary of Greek

  • 7μυτιά — η (Μ μυτέα) χτύπημα με τη μύτη νεοελλ. 1. χτύπημα πάνω στη μύτη με το δάχτυλο 2. (σχετικά με πτηνά) χτύπημα, πληγή που έγινε με το ράμφος, ράμφισμα 3. χτύπημα με την άκρη τού παπουτσιού 4. ρούφηγμα ναρκωτικής ουσίας από τη μύτη 5. στον πληθ. οι… …

    Dictionary of Greek

  • 8από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …

    Dictionary of Greek

  • 9τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …

    Dictionary of Greek

  • 10γορίλας — (gorilla).Ανθρωπόμορφος μεγαλόσωμος πίθηκος, ο οποίος, με δύο υποείδη, ζει στην Γκαμπόν, στο Καμερούν και στο λεκανοπέδιο του Κονγκό. Η εμφάνισή του είναι εντυπωσιακή εξαιτίας του όγκου του σώματός του, που μπορεί να υπερβεί σε ύψος τα 2 μ. και… …

    Dictionary of Greek