η μύτη

  • 61ρινόσιμος — ον, Α αυτός που έχει σιμή, πλακουτσωτή μύτη, πλακουτσωμύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + σιμός «αυτός που έχει πλακουτσωτή μύτη»] …

    Dictionary of Greek

  • 62σιμότητα — η / σιμότης, ητος, ΝΑ [σιμός] η ιδιότητα τού σιμού, το να είναι η μύτη σιμή ή το να έχει κανείς σιμή μύτη νεοελλ. ελαφρά κυρτότητα τού καταστρώματος τών πλοίων για να φεύγουν εύκολα τα νερά …

    Dictionary of Greek

  • 63σιμώ — όω, ΝΜΑ [σιμός] 1. καθιστώ σιμή τη μύτη μου, ζαρώνω τη μύτη μου νεοελλ. συμπιέζω κάτι, το πλακουτσώνω μσν. αρχ. περιφρονώ, χλευάζω αρχ. 1. κυρτώνω προς τα επάνω κάτι («σιμοῡν τὸν αὐχένα», Αχιλλ. Τάτ.) 2. παθ. σιμοῡμαι, όομαι είμαι ή γίνομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 64σκουπίζω — Ν [σκούπα] 1. καθαρίζω με τη σκούπα το έδαφος ή το δάπεδο από τα σκουπίδια ή από τη σκόνη, σαρώνω, φροκαλίζω («σκούπισα την αυλή») 2. αφαιρώ την ακαθαρσία ή την υγρασία από μια επιφάνεια αντικειμένου, σφουγγίζω (α. «σκουπίζω τα τζάμια» β.… …

    Dictionary of Greek

  • 65σουβλερομύτης — και σουβλομύτης, α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει σουβλερή μύτη 2. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) η σουβλομύτα ή το σουβλομύτικο είδος χελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουβλερός / σούβλα + μύτης (< μύτη), πρβλ. πλακουτσο μύτης] …

    Dictionary of Greek

  • 66στενόρρινος — η, ο / στενόρρινος, ον, ΝΜ αυτός που έχει στενή μύτη νεοελλ. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι στενόρρινοι ζωολ. άλλη ονομασία τών κατάρρινων πιθήκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + ρρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. οξύ ρρινος] …

    Dictionary of Greek

  • 67στραβομύτης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει στραβή μύτη 2. (για αιχμηρά αντικείμενα) αυτός που η αιχμή του είναι στραβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + μύτης (< μύτη)] …

    Dictionary of Greek

  • 68στρεβλόρριν — και στρεβλόρρινος, ον, Μ αυτός που έχει στραβή μύτη, στραβομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + ρριν / ρρινος (< ῥίς, ῥινός»μύτη»), πρβλ. οξύ ρρινος] …

    Dictionary of Greek

  • 69τανυρρίνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει μεγάλη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + ρρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. ὀξύ ρρινος] …

    Dictionary of Greek

  • 70φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… …

    Dictionary of Greek