η μύτη

  • 41κοντομύτης — α, ικο σιμός, αυτός που έχει κοντή μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + μύτης (< μύτη), πρβλ. κουτσο μύτης, πλατσο μύτης] …

    Dictionary of Greek

  • 42κουτσομύτης — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 131 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. * * * ο, θηλ. κουτσομύτα (Μ κουτσομύτης και κουτζομύτης, θηλ. κουτσομύτα και κουτσομύτρα) αυτός που έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 43κουτσουμπός — και κουτσουμπλός, ή, ό 1. αυτός που έχει κομμένη κορυφή 2. ακέφαλος ή κολοβός, αυτός που τού λείπει η αρχή ή το τέλος («κουτσουμπή μύτη» η σιμή, η πλατσουκωτή μύτη) …

    Dictionary of Greek

  • 44κοψομύτης — ο, θηλ. κοψομύτα αυτός που έχει κομμένη μύτη, κουτσομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + μύτης (< μύτη), πρβλ. σουβλο μύτης, ψηλο μύτης] …

    Dictionary of Greek

  • 45λεπτόρρινος — η, ο (Μ λεπτόρρινος, ον) αυτός που έχει στενή μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ῥίς, ῥινός «μύτη» (πρβλ. εύ ρινος)] …

    Dictionary of Greek

  • 46μουντζομύτης — και μουζομύτης, ὁ (Μ) 1. αυτός που έχει μελανή μύτη 2. είδος ζώου, πιθ. το κουνέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούντζα + μύτης (< μύτη), πρβλ. γεροκο μύτης, καμπουρο μύτης] …

    Dictionary of Greek

  • 47μυκτήρας — ο (ΑΜ μυκτήρ, ῆρος) καθεμιά από τις δύο ελλειψοειδείς οπές τής κάτω βασικής επιφάνειας της μύτης, ρουθούνι («τὴν ἀναπνοήν περιωθεῑ κατά τήν τοῡ στόματος καὶ τήν τῶν μυκτήρων δίοδον», Πλάτ.) μσν. ράμφος αρχ. 1. συνεκδ. η ρίνα, η μύτη 2. η άκρη τού …

    Dictionary of Greek

  • 48μυκτηρίζω — (ΑΜ μυκτηρίζω, Α και μυκτηριάζω) [μυκτήρ] χλευάζω, περιπαίζω κάποιον ζαρώνοντας κατά κάποιο τρόπο τη μύτη μου για να δείξω περιφρόνηση («ούτε Βαρλαάμ υπάρχει να τούς μυκτηρίσει ούτε Παλαμάς να τούς δικαιώσει», Παπαντ.) αρχ. 1. πάσχω από… …

    Dictionary of Greek

  • 49μύσσομαι — (Α) φυσώ τη μύτη, βγάζω τη μύξα («μύσσονται δὲ οὐδέν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μύσσομαι (< *μυκ jω) απ όπου κατά μια ετυμολογία παράγεται και το νεώτ. μύτη βλ. λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *(s)meu k / *(s)meu g με αρχική σημ. «μαλακός», απ όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 50μύταρος — ο [μύτη] μεγάλη μύτη, μυτάρα …

    Dictionary of Greek