η μύτη
31επίρρινος — ο (Α ἐπίρρινος, ον) [ρις, ρινός] νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το επίρρινο και επιρρίνιο λουρί τού χαλινού που περνά από τη ράχη τής μύτης τού αλόγου 2. αυτός που βρίσκεται πάνω στη μύτη αρχ. 1. αυτός που έχει μεγάλη μύτη, ο μυταράς 2. το ουδ. ως… …
32επιμυκτηρίζω — ἐπιμυκτηρίζω (Α) φυσώ τη μύτη μου για να εμπαίξω κάποιον, χλευάζω («οἱ δὲ πάλιν ἐπεμυκτήρισαν», Μέν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μυκτηρίζω «χλευάζω» (< μυκτήρ «ρουθούνι» < μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»)] …
33ευγλώχιν — εὐγλώχιν, ινος (Α) αυτός που έχει οξεία αιχμή, μύτη («εὐγλώχιν τρίαινα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γλωχίν «αιχμή, μύτη»] …
34εύρις — εὔρις, ινος και εὔριν, ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις) 1. αυτός που έχει καλή μύτη 2. αυτός που διαθέτει οξεία όσφρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρις «μύτη»] …
35ζουλομύτης — α και ισσα, ικο αυτός που έχει ζουληγμένη, πατηκωμένη μύτη, ο πλατσομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουλώ + μύτης (< μύτη) πρβλ. σουβλο μύτης, ψηλο μύτης] …
36κακομύτης — κακομύτης, α, ικο (Μ) αυτός που έχει άσχημη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μύτη] …
37καλόρ(ρ)ινος — καλόρ(ρ)ινος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία, καλοσχηματισμένη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + (ρ)ρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. μεγαλό ρινος, πλατύ ρρινος] …
38καμπουρομύτης — ο αυτός που έχει καμπουρωτή, κυρτή μύτη, γρυπός, γερακομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπούρης + μύτης (< μύτη), πρβλ. πλατσο μύτης, σουβλερο μύτης] …
39κημός — ο (ΑΜ κημός, Α δωρ. τ. καμός) νεοελλ. σιδερένιο ημικυκλικό έλασμα που εφαρμόζεται στη μύτη τών ατίθασων αλόγων κατά την εξάσκηση τους μσν. καπίστρι αρχ. 1. φίμωτρο που τοποθετούσαν γύρω από το στόμα τού αλόγου για να μη δαγκώνει («εἰδέναι δὲ χρὴ… …
40κολοβόρ(ρ)ιν — κολοβόρ(ρ)ιν, ινος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει κομμένη μύτη, κουτσομύτης («ἄνθρωπος τυφλός, ἢ χωλός, ἢ κολοβόριν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + ρριν (< ῥις, ῥινός «μύτη»), πρβλ. καμπυλό ρριν, οξύ ρριν] …