η μύτη

  • 21Dokos — (Δοκός) Satelliten Foto mit Dokos (unteres Drittel, mittig) Gewässer Mittelmeer …

    Deutsch Wikipedia

  • 22άρδις — ἄρδις ( εως), η (Α) 1. η μύτη, η αιχμή βέλους 2. το κεντρί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο αβέβαιης ετυμολογίας. Συνδέεται με τα (αρχ. ιρλ.) aird (< *ardi ) «άκρη, μύτη, αιχμή», «σημείο», «κατεύθυνση, τάση», (γερμ.) erta (< *artjan)… …

    Dictionary of Greek

  • 23έρρινος — η, ο βλ. ένρινος. επίρρ... ερρίνως και α με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έν ρινος (< ριν «μύτη»), με αφομοίωση τού ν προς το ρ ] …

    Dictionary of Greek

  • 24αλεπομύτης — ο αυτός που έχει μύτη σαν τής αλεπούς, σαν το ρύγχος τής αλεπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + μύτη] …

    Dictionary of Greek

  • 25αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …

    Dictionary of Greek

  • 26ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …

    Dictionary of Greek

  • 27απομύσσω — ἀπομύσσω (αττ., ττω) (Α) 1. βγάζω τη μύξα μου, καθαρίζω τη μύτη μου 2. καθαρίζω τη σκέψη, διαφωτίζω 3. ( ομαι) εξαπατώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο* + μύσσω, ενεργ. Μόνο σε σύνθεση του ρ. μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»] …

    Dictionary of Greek

  • 28από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …

    Dictionary of Greek

  • 29βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …

    Dictionary of Greek

  • 30επίγρυπος — ἐπίγρυπος, ον (AM) (για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γαμψή μύτη αρχ. (για μύτη ή ράμφος) κάπως, αρκετά κυρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γρυπός «γαμψός»] …

    Dictionary of Greek