η μύτη

  • 121επιχειλής — ἐπιχειλής, ές (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στα χείλη 2. ο γεμάτος σχεδόν ώς τα χείλη 3. γεμάτος ως τα χείλη, ξέχειλος 4. αυτός που τα χείλη του είναι στραμμένα προς τα μέσα όπως τών γέρων («τὴν ῥῑνα ἐπικαμπής, τὸ στόμα ἐπιχειλής» με… …

    Dictionary of Greek

  • 122ερρινίζω — [έρρινος] μιλώ με έρρινη προφορά, μιλώ με τη μύτη, μουθουνίζω …

    Dictionary of Greek

  • 123ερρινισμός — ο [ερρινίζω] το να μιλά κάποιος με έρρινη προφορά, το να μιλά κάποιος με τη μύτη, υπόρρινη φωνή, ρινοφωνία, ρινολαλιά, μουθουνητό …

    Dictionary of Greek

  • 124ερρινομελής — ές αυτός που εκτελεί το μέλος έρρινα, που ψάλλει έρρινα, με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρρινος + μελής (< μέλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 125ευθύρ(ρ)ινος — εὐθύρ(ρ)ινος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ίσια μύτη …

    Dictionary of Greek

  • 126ευθύρρις — εὐθύρρις ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει ίσια μύτη …

    Dictionary of Greek

  • 127ευσταχιανός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον Ιταλό ανατόμο Ευστάχιο (Eustachi ή Eustachio) 2. φρ. «ευσταχιανή σάλπιγγα» σωλήνας με τον οποίο συγκοινωνεί το κοίλο τού τυμπάνου τού αφτιού με τον φάρυγγα και τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ευστάχιος + κατάλ. ανός, (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 128ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες …

    Dictionary of Greek