η μη ανάμιξη
1ανάμιξη — η (Α ἀνάμιξις) [ἀναμείγνυμι] 1. μίξη, συγχώνευση, ανακάτεμα 2. (για πρόσωπα) επιμιξία, συγχρωτισμός 3. σαρκική μίξη, συνουσία νεοελλ. 1. συμμετοχή 2. παρέμβαση, επέμβαση …
2ἀναμίξῃ — ἀναμίξηι , ἀνάμιξις mingling fem dat sg (epic) ἀναμί̱ξῃ , ἀναμίγνυμι mix up aor subj mid 2nd sg ἀναμί̱ξῃ , ἀναμίγνυμι mix up aor subj act 3rd sg ἀναμί̱ξῃ , ἀναμίγνυμι mix up fut ind mid 2nd sg …
3κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …
4πανσπερμία — η, ΝΜΑ ανάμιξη κάθε είδους σπερμάτων, ανάμιξη σπόρων νεοελλ. 1. ανάμιξη κάθε είδους φυλών και εθνοτήτων 2. πλήθος ανθρώπων διαφόρων εθνοτήτων και φυλών 3. φρ. «θεωρία τής πανσπερμίας» βιολ. μια από τις θεωρίες για την προέλευση τής ζωής στη Γη, η …
5σύμμιξη — και σύμμειξη, η / σύμμιξις και σύμμειξις, (ε)ίξεως, ΝΜΑ [συμμ(ε)ιγνύω] ανάμιξη, μίξη, ανακάτωμα νεοελλ. 1. συνένωση 2. (νομ.) ανάμιξη κινητών πραγμάτων κατά τρόπο που καθιστά ασύμφορο ή αδύνατο τον χωρισμό τους αρχ. 1. συνάφεια, σχέση («ἀνδρὶ δὲ… …
6αναμειγνύω — και ἀναμιγνύω [Α ἀναμειγνύω και ἀναμείγνυμι και ποιητ. ἀμμείγνυμι, μτγν. ἀναμίγνυμι και ἀναμιγνύω] κάνω ανάμιξη, ανακατεύω, ανακατώνω, συγχωνεύω νεοελλ. 1. μπλέκω κάποιον σε κάποια υπόθεση, τόν μπερδεύω 2. α) μέσ. υπεισέρχομαι σε κάποια υπόθεση,… …
7επίκρασις — ἐπίκρασις, ἡ (Α) [κράσις] 1. (για ποτά, χυμούς κ.λπ.) ανάμιξη, συγκερασμός 2. μετρίαση που γίνεται με ανάμιξη …
8παρέμβαση — η 1. επέμβαση, μεσολάβηση 2. ανάμιξη τρίτου σε ενέργεια, διαδικασία ή ασχολία που δεν τόν αφορά άμεσα 3. (νομ.) προσέλευση και ανάμιξη τρίτου σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, με την αξίωση ότι έχει έννομο συμφέρον και ότι πρέπει να ληφθεί αυτό… …
9πρόσμιξη — και πρόσμειξη, η / πρόσμιξις και πρόσμειξις (ε)ίξεως, ΝΜΑ [προσμ(ε)ίγνυμι] ανάμιξη νεοελλ. 1. χημ. α) η ανάμιξη μιας ουσίας μέσα σε μια άλλη β) ουσία που είναι ξένη προς την κύρια χημική σύσταση ενός μη καθαρού, χημικώς, σώματος, ουσία η οποία,… …
10συγκραματικός — ή, όν, Α [σύγκραμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη 2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη …