η μαλακά

  • 91στρουθοκάμηλος — (struthio camelus). Δρομεύς της οικογένειας των Στρουθιονιδών, της τάξης των στρουθιονόμορφων, της οποίας αποτελεί το μοναδικό είδος. Συγγενής με τους μεγάλους δρομείς του τριτογενούς, η σ. είναι το μεγαλύτερο σημερινό πτηνό, και έχει ύψος 2 2,50 …

    Dictionary of Greek

  • 92σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …

    Dictionary of Greek

  • 93σωματολογία — Η επιστημονική παρακολούθηση και εξέταση των μεταβολών τις οποίες γνωρίζει το σώμα εξωτερικά με το πέρασμα της ηλικίας, κυρίως ως την ενηλικίωση. Στην ανθρωπολογία, σ. ονομάζεται κυρίως ένας κλάδος της που μελετά τις διάφορες μορφές του σώματος… …

    Dictionary of Greek

  • 94τρυφεραμπέχονος — ον, Α (ως προσωνυμία τών Ιώνων) αυτός που φορεί μαλακά ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + ἀμπεχόνη / ἀμπέχονον] …

    Dictionary of Greek

  • 95τυρί — Τροφή η οποία προέρχεται από το γάλα, μετά από μια διαδικασία ωρίμανσης, που συντελείται με τη χρησιμοποίηση διαφόρων μικροβίων, κυρίως βακτηρίων, που προκαλούν τις διάφορες ζυμώσεις. Υπάρχουν, γενικά δύο είδη τ.: τα μαλακά και τα σκληρά. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 96φοινικόπτερος — (phoenicopterus). Γένος πτηνών της οικογένειας των φοινικοπτεριδών. Αριθμεί 6 είδη μεγαλόσωμων πουλιών με μικρό κεφάλι και λεπτό, μακρύ λαιμό. Ιδιόμορφη είναι η κατασκευή του ράμφους τους, που είναι μακρύτερο από το κεφάλι τους και σχηματίζει στη …

    Dictionary of Greek

  • 97αδιοσκύαμος — Φυτό γνωστό επιστημονικά ως υοσκύαμος ο μέλας της οικογένειας των σολανιδών. Είναι μονοετής ή διετής πόα, ύψους 20 80 εκ., με βλαστό ισχυρό και πολύ βαριά μυρωδιά. Τα φύλλα του είναι μαλακά και ωοειδή και ο καρπός του κάψα διογκωμένη στη βάση. Το …

    Dictionary of Greek

  • 98αιλουροειδή — Υπόταξη των σαρκοφάγων (ομοταξία των θηλαστικών) στην οποία ανήκουν πολυάριθμα είδη, όπως ο αίλουρος, η γάτα, η τίγρη, το λιοντάρι, η λεοπάρδαλη, ο ιαγουάρος, ο λυγξ, το πούμα και ο γατόπαρδος. Τα α. έχουν στρογγυλωπό κεφάλι με ρύγχος κοντό και… …

    Dictionary of Greek

  • 99αλλόπλεκτος — (alloplectus). Γένος αειφύλλων θάμνων της οικογένειας των γεσνεριιδών, ιθαγενών των τροπικών περιοχών της Ασίας και Αμερικής. Τα φύλλα τους είναι απλά, οδοντωτά με κόκκινη την κάτω επιφάνεια. Τα άνθη τους σχηματίζονται στις μασχάλες των φύλλων.… …

    Dictionary of Greek

  • 100ανάθρηκας — Πολυετής πόα, γνωστή επιστημονικά ως φερούλα η κοινή. Ο βλαστός της φτάνει σε ύψος τα 3 μ. Έχει φύλλα μαλακά, τα κατώτερα με ποδίσκο κυλινδρικό και τα ανώτερα με μεγάλο, μεμβρανώδη κολεό. Είναι φυτό κοινό στην Ελλάδα, όπου φυτρώνει κατά προτίμηση …

    Dictionary of Greek