η μαλακά

  • 81ξηραλοιφώ — ξηραλοιφῶ, έω (Α) 1. (για παλαιστές) αλείφω το σώμα μου μόνο με λάδι, χωρίς να λουστώ, προκειμένου να καταστούν τα μέλη τού σώματός μου εύκαμπτα και μαλακά 2. (το απρμφ. ως ουσ.) τo ξηραλοιφεῑν η ενασχόληση με τον αθλητισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + …

    Dictionary of Greek

  • 82οκτωκοράλλια — Κοράλλια της ομοταξίας των ανθόζωων. Ονομάζονται έτσι γιατί συγκροτούν αποικίες τις οποίες αποτελούν πολύποδες με οχτώ κεραίες, προσκολλημένες σε ασβεστολιθικό ή κεράτινο σκελετό. Ο δενδροειδής σκελετός ενός o., του κοραλλιού του ερυθρού,… …

    Dictionary of Greek

  • 83πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …

    Dictionary of Greek

  • 84πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 85παρθενωπός — ή, ό / παρθενωπός, ή, όν, ΝΑ [παρθένος] 1. αυτός που έχει όψη παρθένου 2. μτφ. αυτός που έχει λεπτούς και χαριτωμένους τρόπους, θηλυπρεπής αρχ. μτφ. (για λέξεις) κομψός («εὔφωνά τε βούλεται εἶναι πάντα ὀνόματα καὶ λεῑα καὶ μαλακά καὶ παρθενωπά»,… …

    Dictionary of Greek

  • 86πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …

    Dictionary of Greek

  • 87πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …

    Dictionary of Greek

  • 88ρετσινολαδιά — (ρίκινος ο κοινός). Φυτό της οικογένειας των ευφορβιιδών (δικοτυλήδονα). Στις χώρες καταγωγής του (τροπική Αφρική) αναπτύσσει ξυλώδη βλαστό σε μέγεθος δεντρώδες (10 μ.)· καλλιεργείται στα εύκρατα κλίματα και είναι ποώδες (1 3 μ.). Ο βλαστός είναι …

    Dictionary of Greek

  • 89σκαντζόχοιρος — (erinaceus europaeus). θηλαστικό, της οικογένειας των Ακανθοχοιριδών, της τάξης των εντομοφάγων. Μήκους 30 περίπου εκ., από τα οποία 2 3 ανήκουν στην ουρά, ο σ. είναι διαδομένος με διάφορα υποείδη σ’ όλη σχεδόν την Ευρώπη, καθώς και στη Σιβηρία,… …

    Dictionary of Greek

  • 90στρουθίζω — ΜΑ κελαηδώ σαν σπουργίτης (αρχ) καθαρίζω έρια ή υφάσματα με στρουθειον*, με σαπουνόχορτο («λαβὼν ἔρια μαλακὰ οἰσυπηρά, ἔκπλυνον, ἐστρουθισμένα θερμῷ ὕδατι», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός. Το ρ. με τη σημ. «καθαρίζω υφάσματα» < στρούθειον] …

    Dictionary of Greek