η μαλακά

  • 51επαφώ — ἐπαφῶ, άω (Α) ψηλαφώ, πιάνω μαλακά, αγγίζω ελαφρά («ἐπαφῶν ἀταρβεῑ χειρὶ καὶ θιγὼν μόνον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αφώ «εγγίζω, ψαύω»] …

    Dictionary of Greek

  • 52επιδερμικός — Εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδερμίδα. Μεταφορικά, ο επιπόλαιος, ο επιφανειακός. (Γεωλ.) Ε. πτυχώσεις ονομάζεται το φαινόμενο της αποκόλλησης των πετρωμάτων που συντελείται όταν όγκοι από σκληρά και βαριά πετρώματα, τα οποία βρίσκονται… …

    Dictionary of Greek

  • 53ερπύστρια — Όργανο που αποτελείται από πολλά στοιχεία (μεταλλικά ή από καουτσούκ) κινητά το ένα ως προς το άλλο, κλειστό γύρω από τον εαυτό του. Τοποθετείται συνήθως σε αυτοκίνητα οχήματα για να κάνει περισσότερο ευχερή την πορεία τους σε εδάφη ολισθηρά,… …

    Dictionary of Greek

  • 54ερωδιός — (Αrdea).Γένοςπτηνώντηςοικογένειαςτων αρδεϊδών. Διακρίνονται από τα άλλα καλοβατικά (μακρύλαιμα και μακρύποδα, όπως π.χ. οι πελαργοί και οι γερανοί), γιατί διατηρούν τον μακρύ λαιμό τους αναδιπλωμένο και κατά την πτήση. Γενικά δεν θηρεύονται,… …

    Dictionary of Greek

  • 55ευαφής — εὐαφής, ές (ΑΜ) 1. (για φυτά έτοιμα να εκβλαστήσουν) ο απαλός στην αφή, ο μαλακός («ἔνικμον γὰρ δεῖ καὶ εὐαφές εἶναι (τὸ φυτὸν) πρὸς τὴν διαβλάστησιν», Θεόφρ.) 2. (για δοθιήνες ή όγκους) αυτός που υποχωρεί εύκολα 3. ευαίσθητος («εὐαφὴς νοῡς»,… …

    Dictionary of Greek

  • 56ευκίνητος — η, ο (ΑΜ εὐκίνητος, ον) 1. αυτός που κινείται εύκολα και γρήγορα, ο γοργοκίνητος («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ταχύς, ο σβέλτος («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῡ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», Πολ.) αρχ. μσν. 1. (για το… …

    Dictionary of Greek

  • 57ηριγέρων — (erigeron). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, που αριθμεί περισσότερα από 170 είδη (μονοετή, διετή και πολυετή), τα περισσότερα από τα οποία είναι διακοσμητικά. Έχουν μικρά γλωσσωτά λουλούδια σε άσπρο, ροζ ή κόκκινο χρώμα και… …

    Dictionary of Greek

  • 58κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 59καρική — (Carica). Γένος φυτών των τροπικών χωρών, που φέρει τα χαρακτηριστικά του φοίνικα. Αν και χαρακτηρίζεται ως δέντρο, στην πραγματικότητα πρόκειται για θάμνο, ύψους μέχρι 9 μ., χωρίς κλαδιά, με επτάλοβα παλαμοειδή φύλλα, μεγάλα και μαλακά, τα οποία …

    Dictionary of Greek

  • 60καρλίνα — (Carlina). Γένος φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Αριθμεί 20 είδη και ευδοκιμεί στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο. Είναι φυτά τραχιά, αγκαθωτά, μονοετή, διετή ή πολυετή, με φύλλα που μοιάζουν με τα γαϊδουράγκαθα. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους… …

    Dictionary of Greek