η μαλακά

  • 41απολίθωση — Η διατήρηση ζωικών ή φυτικών οργανισμών του παρελθόντος σε απολιθωμένη (πετρωμένη) μορφή. Το μεγαλύτερο μέρος των οργανισμών, από τις πιο απλές μορφές όπως τα βακτηρίδια, έως τις πιο σύνθετες των ανώτερων οργανισμών, μπορεί να απολιθωθεί. Η α.… …

    Dictionary of Greek

  • 42βυθοκόρος — Μηχανικό συγκρότημα για την εκτέλεση εκσκαφών μεγάλης έκτασης σε πετρώματα μαλακά ή κατατεμαχισμένα (άμμος, χαλίκια, άργιλος, λάσπη κλπ.). Υπάρχουν διάφοροι τύποι τέτοιων μηχανημάτων, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της θέσης των υλικών και… …

    Dictionary of Greek

  • 43γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …

    Dictionary of Greek

  • 44γαληνός — (Πέργαμος 129 – Ρώμη ή Πέργαμος 201 μ.Χ.). Έλληνας γιατρός, φυσιολόγος και συγγραφέας. Περίφημος γιατρός της αρχαιότητας, θεωρήθηκε δεύτερος μετά τον μέγα Ιπποκράτη. Έμεινε για πολλά χρόνια στη Ρώμη, όπου ήταν χειρουργός των μονομάχων και… …

    Dictionary of Greek

  • 45γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …

    Dictionary of Greek

  • 46γλυκά — (Μ γλυκέα και γλυκιά) επίρρ. 1. ευχάριστα στην ακοή («τραγουδά γλυκά»). 2. με γλυκύτητα στους τρόπους, ευγενικά νεοελλ. 1. με αγάπη, τρυφερά, στοργικά 2. μαλακά, απαλά 3. γαλήνια, ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. γλυκά < γλυκός, ενώ το μσν. γλυκέα… …

    Dictionary of Greek

  • 47δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …

    Dictionary of Greek

  • 48δροσερά — Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των δροσεριδών (δικοτυλήδονα). Είναι αυτοφυή και ευδοκιμούν στις πολύ υγρές ή τελματώδεις περιοχές. Χαρακτηρίζονται από τα ειδικά φύλλα τους, που έχουν την ιδιότητα να προσελκύουν και να συλλαμβάνουν μικρά… …

    Dictionary of Greek

  • 49ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… …

    Dictionary of Greek

  • 50εμού — Πτηνό της οικογένειας των δρομαιιδών, της τάξης των καζουαριομόρφων. Σήμερα απαντάται μόνο στην Αυστραλία, αλλά στο παρελθόν ζούσε επίσης στην Τασμανία και στα κοντινά μικρά νησιά της Ωκεανίας. Από ορισμένους μελετητές το ε. θεωρείται μεταβατική… …

    Dictionary of Greek