η μαλακά

  • 31ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… …

    Dictionary of Greek

  • 32αβροκόμης — ἁβροκόμης, ο (Α) 1. αυτός που έχει μαλακά και λεπτά μαλλιά 2. (για φυτά) αυτός που έχει θαλερό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁβρὸς + κόμη] …

    Dictionary of Greek

  • 33αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …

    Dictionary of Greek

  • 34αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …

    Dictionary of Greek

  • 35αγουρολάχανο — και αγγουρολάχανο, το αγριολάχανο που έχει πλατιά φύλλα και μαλακά αγκάθια …

    Dictionary of Greek

  • 36αερομοντελισμός — Τεχνική κατασκευής και χρησιμοποίησης αερομοντέλων, δηλαδή μικρών ομοιωμάτων πτητικών συσκευών, τα οποία μπορεί να είναι είτε στατικά, με πιστά αντίγραφα πραγματικών αεροσκαφών σε όλες τις λεπτομέρειες, είτε, το συνηθέστερο, ιπτάμενα. Τα ιπτάμενα …

    Dictionary of Greek

  • 37αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …

    Dictionary of Greek

  • 38αντιστάθμιση — Στην τεχνολογία, α. ονομάζεται μια διαδικασία ή διάταξη (αντισταθμιστική) με την οποία επιδιώκεται η εξάλειψη συγκεκριμένης ενέργειας που δεν είναι επιθυμητή. Η λειτουργία πολλών οργάνων και συσκευών αλλοιώνεται για παράδειγμα, από τις… …

    Dictionary of Greek

  • 39απαγής — ἀπαγής ( οῡς), ές (AM) μσν. το πολύ μικρό πουλί, ο άπτερος νεοσσός αρχ. 1. αυτός που δεν είναι στερεός, ο σκληρός, ο μαλακός («πῑλοι ἀπαγέες» μαλακά καλύμματα της κεφαλής, τιάρες Ηρόδοτος) 2. ο μη στερεός, ο υγρός («ὕδωρ... ἀπαγές», Πλούταρχος) 3 …

    Dictionary of Greek

  • 40απαλόθριξ — ἁπαλόθριξ ( τριχος), ο (Α) αυτός που έχει μαλακά μαλλιά …

    Dictionary of Greek