η μαλακά

  • 21Cypriot Greek — This article is about the modern Greek dialect of Cyprus. For the ancient Greek dialect, see Arcadocypriot. History of the Greek language (see also: Greek alphabet) Proto Greek (c. 3000–1600 BC) …

    Wikipedia

  • 22МАЛАКА —    • Malăca,          Μαλάκα, значительный торговый город на южном берегу Бетической Испании, н. Малага …

    Реальный словарь классических древностей

  • 23Стефаниду, Смаро — Смаро Стефаниду греч. Σμάρω Στεφανίδου Род деятельности: актриса Дата рождения …

    Википедия

  • 24ALBA — I. ALBA Graeca Belgrade Gallice nandor, Alba Hungarice, Griechisch Weissenburg Germanice, urbs munitiss. Hungariae, in Rascia provinc, ad confluentes Savi in Danubium in colle sub Turcis ab A. C. 1520. male pro Tauruno ponitur, e cuius ruinis… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 25MALACHA seu MALAGA — MALACHA, seu MALAGA civitas Episcopalis, olim sub Archiepiscopo Hispalensi, nunc Granatensi, Hispan. Baeticae, Marcianus l. 2. τῶν ἐπιτομῶν Artemidori. Plin. l. 5. c. 2. Siga oppidum ex adverso Malachae in Hispania sitae, Syphacis regia. Facit et …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 26Ακτινόποδα — τα Ζωολ. ομοταξία τού φύλου τών Πρωτόζωων. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η ύπαρξη ακτινωτών ψευδοποδίων ευθύγραμμων και λεπτών άλλα από αυτά είναι μαλακά (ινοπόδια) και άλλα έχουν γίνει άκαμπτα (αξονοπόδια) λόγω ενός σκελετικού πρωτεϊνικού… …

    Dictionary of Greek

  • 27Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …

    Dictionary of Greek

  • 28άκασκα — ἄκασκα (και ἀκασκᾷ) (Α) [ἀκή ΙΙ] επίρρ. 1. ήσυχα, αθόρυβα 2. μαλακά, αργά …

    Dictionary of Greek

  • 29άκομος — (acomus) Γένος φασιανών, που ανήκει στην οικογένεια των φασιανιδών. Ζει σε περιοχές της Μαλαισίας και έχει τα πλαϊνα του κεφαλιού του εντελώς γυμνά. Στο είδος α. η ερυθρόφθαλμος, που υπάρχει στη Μαλάκα και τη Σουμάτρα, το θηλυκό έχει γκρίζο… …

    Dictionary of Greek

  • 30ήκα — ἦκα (Α) επίρρ. 1. (για τόπο ή κίνηση) λίγο, ελαφρά («ἦκ ἐπ ἀριστερά», Ομ. Ιλ.) 2. μαλακά, ήσυχα, με πραότητα, ήπια («ἀπώσατο ἦκα γέροντα», Ομ. Ιλ.) 3. (για ήχο) ήσυχα, σιγανά («ἦκα ἀγόρευον», Ομ. Ιλ.) 4. (για όψη) λεία, ελαφρά («ἦκα στίλβοντες… …

    Dictionary of Greek