η μαλακά

  • 11Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 12μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …

    Dictionary of Greek

  • 13γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …

    Dictionary of Greek

  • 14Ινδοκίνα — (Indochina). Η ανατολικότερη από τις τρεις μεγάλες χερσονήσους της νότιας Ασίας. Περιλαμβάνεται μεταξύ της Ινδίας και της Κίνας (γι’ αυτό έλαβε και την ονομασία Ι.). Στα ΒΔ ορίζεται από την αλυσίδα Αρακάν και στα Β από το υψίπεδο του Γιουνάν.… …

    Dictionary of Greek

  • 15πτύχωση — (Γεωλ.). Στη γεωλογία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο τα στρώματα των πετρωμάτων, υποκείμενα σε σύνθετες δυνάμεις, οι οποίες αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια των μεγάλων ορογενετικών κινήσεων του γήινου φλοιού, ανυψώνονται και πτυχώνονται,… …

    Dictionary of Greek

  • 16Ανταμάν, θάλασσα των- — Θαλάσσιο τμήμα (περ. 800.000 τ. χλμ.) του Ινδικού ωκεανού, που περικλείεται μεταξύ των νησιών Ανταμάν και Νικομπάρ στα Δ, της ακτής της Μυανμάρ και της Μαλάκα στα Α και της Σουμάτρα στα Ν, και συνδέεται με τη Νότια Κινεζική θάλασσα με το Στενό… …

    Dictionary of Greek

  • 17Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …

    Dictionary of Greek

  • 18Παραμεσβάρα — Κυβερνήτης της Μαλάκας (1402 ή 1403 24). Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ήταν πρίγκιπας από τη Σουμάτρα ή την Ιάβα και παντρεύτηκε μια πριγκίπισα του Μαντζαπαχίτ. Περίπου στα 1400 εμφανίστηκε στο Τουμασέκ (Σιγκαπούρη), όπου δολοφόνησε τον τοπικό… …

    Dictionary of Greek

  • 19ραχίτιδα, ραχιτισμός — Διαταραχή της ανάπτυξης γενικά και του σκελετού ειδικότερα, που αφορά τη διεργασία της οστέωσης και τον μεταβολισμό των αλάτων, κατά τη διάρκεια της ταχείας αύξησης, που είναι χαρακτηριστική στα πρώτα χρόνια της ζωής. Οφείλεται σε ποικίλα… …

    Dictionary of Greek

  • 20μαλακός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που μαλάσσεται εύκολα, ο απαλός στην αφή, ο τρυφερός: Το δέρμα της ήταν μαλακό σαν μωρού. 2. μτφ., ήπιος, πράος, συγκαταβατικός: Είναι μαλακός και τον κάνουν όλοι ό,τι θέλουν. 3. στον πληθ., τα μαλακά περιοχή του σώματος στο… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)