η κλοπή
1κλοπή — theft fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… …
3κλοπῇ — κλοπῆι , κλοπεύς thief masc dat sg (epic ionic) κλοπή theft fem dat sg (attic epic ionic) …
4κλοπή — η η πράξη του κλέβω, κλεψιά, κλέψιμο: Κατηγορείται για κλοπές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5κλοπαῖς — κλοπή theft fem dat pl …
6κλοπαῖσι — κλοπή theft fem dat pl (epic ionic aeolic) …
7κλοπαί — κλοπή theft fem nom/voc pl …
8κλοπᾶν — κλοπή theft fem gen pl (doric aeolic) …
9κλοπήν — κλοπή theft fem acc sg (attic epic ionic) …
10κλοπῶν — κλοπή theft fem gen pl κλοπός thief masc gen pl …