η κατοχή
1κατοχή — holding fast fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2κατοχή — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 20 μ., 2.890 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 22 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινιάδων. Σε κοντινή απόσταση… …
3κατοχή — η 1. κυριότητα, ιδιοκτησία: Έχει την κατοχή σ όλες αυτές τις εκτάσεις. 2. κατάκτηση ξένης χώρας με πόλεμο: Η κατοχή της χώρας μας από τους Γερμανούς ήταν καταστροφική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Κατοχή — Sp Katòchė Ap Κατοχή/Katochi L V Graikija …
5κατοχῇ — κατοχῆι , κατοχεύς holder masc dat sg (epic ionic) κατοχή holding fast fem dat sg (attic epic ionic) …
6κατοχῆ — κατοχεύς holder masc nom/voc/acc dual κατοχεύς holder masc acc sg …
7κατοχαῖς — κατοχή holding fast fem dat pl …
8κατοχαί — κατοχή holding fast fem nom/voc pl …
9κατοχᾷ — κατοχή holding fast fem dat sg (doric aeolic) …
10κατοχῇσι — κατοχή holding fast fem dat pl (epic ionic) …