η κατηγορία

  • 71Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …

    Wikipédia en Français

  • 72КАТЕГОРИИ — (от греч. kategoria высказывание; признак) наиболее общие, фундаментальные понятия, являющиеся формами и устойчивыми организующими принципами мышления. Система К., или категориальная структура, представляет собой сеть основных К. мышления, их… …

    Философская энциклопедия

  • 73-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …

    Dictionary of Greek

  • 74-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …

    Dictionary of Greek

  • 75Κηφίσιος — (5ος 4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος δημαγωγός. Το 399 π.Χ. δωροδοκήθηκε από τον Καλλία και μήνυσε τον ρήτορα Ανδοκίδη, με την κατηγορία πως συμμετείχε παράνομα στα Ελευσίνια μυστήρια. Επειδή η κατηγορία του δεν συγκέντρωσε τον απαιτούμενο αριθμό ψήφων… …

    Dictionary of Greek

  • 76Σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …

    Dictionary of Greek

  • 77απαράσημος — ἀπαράσημος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει παραποιηθεί, ακίβδηλος 2. «απαράσημος κατηγορία» κατηγορία εναντίον αγνώστου …

    Dictionary of Greek

  • 78αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… …

    Dictionary of Greek

  • 79απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… …

    Dictionary of Greek

  • 80αρθρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, ολόκληρης της άρθρωσης ή τμημάτων της, που μερικές φορές συνοδεύεται από ενδοαρθρικό εξίδρωμα ορώδες ή ακόμα και πυώδες· ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να την προκαλέσουν βακτηρίδια, ιοί, αλλεργίες, διαταραχές του… …

    Dictionary of Greek