η κατηγορία

  • 11ιχνηλάτης — Κατηγορία σκύλων που ανήκουν σε διάφορες ράτσες αλλά έχουν την ιδιαίτερη ικανότητα να παρακολουθούν το θήραμά τους. Οι πιο διαδεδομένοι σκύλοι αυτού του είδους είναι οι γαλλικοί, που αποτελούν τη μεγαλύτερη αριθμητικά ομάδα, οι ελβετικοί και οι… …

    Dictionary of Greek

  • 12αγαθίστεγα — Κατηγορία μαλακίων, τα οποία έχουν από δύο έως πέντε θαλάμους. Η κόγχη των ζώων σχηματίζεται από τιτανώδη ουσία, την οποία εκκρίνει ο μανδύας τους. Η σύνδεση του σώματος του ζώου με την κόγχη του γίνεται με τρόπο ατελή, στα σημεία όπου παράγονται …

    Dictionary of Greek

  • 13αιθυλεστέρες — Κατηγορία εστέρων (βλ. λ.) …

    Dictionary of Greek

  • 14αιμίνη — Κατηγορία οργανικών ενώσεων, παραγώγων της πορφίνης. Πρόκειται για άλατα της αιματίνης. Η πιο συνηθισμένη α. είναι το υδροχλωρικό άλας της αιματίνης. Από χημικής πλευράς πρόκειται για τετραπυρρολικό δακτύλιο (πορφίνη) με ένα άτομο τρισθενούς… …

    Dictionary of Greek

  • 15ακούσιοι ή λείοι μύες — Κατηγορία μυών που σχηματίζουν τα εσωτερικά όργανα και εκτελούν τις φυσικές λειτουργίες …

    Dictionary of Greek

  • 16ακτινωτοί υδροστρόβιλοι — Κατηγορία υδροστροβίλων όπου το νερό στον στροφέα κινείται κάθετα προς τον άξονα περιστροφής. Βλ. λ. στρόβιλος (υδροστρόβιλοι) …

    Dictionary of Greek

  • 17αληθοπτερίδες — Κατηγορία απολιθωμένων φυτών. Υπολογίζεται ότι υπήρχαν κατά τη λιθανθρακοφόρο και πέρμιο (πριν από 200 300 εκατ. χρόνια) και ανήκουν στην κλάση των πτεριδοσπέρμων. Τα φυτά αυτά είχαν μεγάλα φύλλα, αρτηρίωση πτεροσχιδή ή δικτυωτή με ισχυρό και… …

    Dictionary of Greek

  • 18γραμμικοί επιταχυντές — Κατηγορία επιταχυντών στους οποίους τα ηλεκτρόνια κινούνται σε ευθεία γραμμή (βλ. λ. επιταχυντής, μπέβατρο) …

    Dictionary of Greek

  • 19δεϋδρογενάσες ή αφυδρογονάσες — Κατηγορία ενζύμων που καταλύουν την απόσπαση υδρογόνου από πολυάριθμες οργανικές ενώσεις. Οι δ. διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανταλλαγή αερίων κατά τις αναπνευστικές διαδικασίες των κυττάρων και στους μηχανισμούς παραγωγής ενέργειας.… …

    Dictionary of Greek

  • 20δίκλινα φυτά — Κατηγορία φυτών, των οποίων τα θηλυκά και τα αρσενικά χαρακτηριστικά συνυπάρχουν στο ίδιο φυτό. Βλ. λ. γυμνόσπερμα …

    Dictionary of Greek