η καινοτομία
1καινοτομία — καινοτομίᾱ , καινοτομία opening of new mines fem nom/voc/acc dual καινοτομίᾱ , καινοτομία opening of new mines fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2καινοτομίᾳ — καινοτομίαι , καινοτομία opening of new mines fem nom/voc pl καινοτομίᾱͅ , καινοτομία opening of new mines fem dat sg (attic doric aeolic) …
3καινοτομία — η (AM καινοτομία) [καινοτομώ] 1. νεωτερισμός 2. επινόηση, εφεύρεση («καινοτομίαι ὀνομάτων», Πλάτ.) 3. το καινοφανές, το παράδοξο και ασυνήθιστο («τόλκαν και κόμπον ἐν ταῑς καινοτομίαις ἐπαγγελλόμενον», Πλούτ.) (νεοελ. μσν.) αλλαγή, μεταρρύθμιση… …
4καινοτομία — η νεωτερισμός, εφεύρεση, κάτι το νέο: Η εισαγωγή μαθηματικών συμβόλων στη γλωσσολογία αποτελεί καινοτομία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5καινοτομίας — καινοτομίᾱς , καινοτομία opening of new mines fem acc pl καινοτομίᾱς , καινοτομία opening of new mines fem gen sg (attic doric aeolic) …
6καινοτομίαι — καινοτομία opening of new mines fem nom/voc pl καινοτομίᾱͅ , καινοτομία opening of new mines fem dat sg (attic doric aeolic) …
7καινοτομίαν — καινοτομίᾱν , καινοτομία opening of new mines fem acc sg (attic doric aeolic) …
8καινοτομιῶν — καινοτομία opening of new mines fem gen pl …
9καινοτομίαις — καινοτομία opening of new mines fem dat pl …
10αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …