η καινοτομία

  • 41πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… …

    Dictionary of Greek

  • 42πρωτοτυπία — η, ΝΜ [πρωτότυπος] 1. η ιδιότητα τού πρωτότυπου, καινοτομία, ιδιοτυπία, ιδιομορφία 2. συνεκδ. καθετί το ασυνήθιστο ή και το παράδοξο 3. η αρχική μορφή, το πρωτότυπο …

    Dictionary of Greek

  • 43ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… …

    Dictionary of Greek

  • 44στέρνο — το / στέρνον, ΝΜΑ 1. το πρόσθιο μέρος τού θώρακα, το στήθος («παίει κατὰ τὸ στέρνον καὶ τιτρώσκει διὰ τοῡ θώρακος», Ξεν.) 2. πλατύ επίμηκες και μονοφυές οστό που καταλαμβάνει τη μεσότητα τής εμπρόσθιας μοίρας τού θώρακα και με το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 45στησιχόρειος — α, ο / στησιχόρειος, ον, ΝΑ [Στησίχορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λυρικό ποιητή Στησίχορο («στησιχόρειος καινοτομία», Πλούτ.) 2. φρ. α) «στησιχόρειο(ν) μέτρο(ν)» μέτρο που απαρτίζεται από δάκτυλο και επίτριτο, αλλ. δακτυλ(ο)επίτριτος …

    Dictionary of Greek

  • 46τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες …

    Dictionary of Greek

  • 47τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …

    Dictionary of Greek

  • 48ψάμμος — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψάμμη και δωρ. τ. ψάμμα και ως αρσ. ψάμμος, ὁ και αιολ. τ. ψόμμος, ὁ, Α η άμμος νεοελλ. 1. ιατρ. η αμμώδης υποστάθμη στα ούρα τών πασχόντων από ψαμμίαση 2. φρ. «ψάμμος τού εγκεφάλου» ανατ. συγκρίματα με διαστάσεις κόκκων άμμου …

    Dictionary of Greek

  • 49ψέγω — ΝΜΑ επικρίνω, μέμφομαι, κατηγορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο σχηματισμός τού ρ. ψέγω, εν αντιθέσει με τού συνωνύμου του μέμφομαι* και τού ουσ. όνειδος*, οφείλεται σε ελληνική καινοτομία. Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με τη ρίζα τού ψήω* / ψάω… …

    Dictionary of Greek

  • 50ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …

    Dictionary of Greek